Η Μάχη της
Διασταύρωσης Μπράϊς (Battle of Brice's
Crossroads) διεξήχθη στις 10 Ιουνίου 1864 κοντά στο
Baldwyn της
κομητείας Lee στο
Mississippi, κατά
τη διάρκεια του αμερικανικού «εμφύλιου πολέμου». Στην μάχη έλαμψε το άστρο
του θρυλικού στρατηγού των Νοτίων Nathan Bedford Forrest (Ναίηθαν Μπέντφορντ
Φόρρεστ - δες εδώ), μιας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυίες, ο οποίος με 4.000
άνδρες κατατρόπωσε τις διπλάσιες σε αριθμό δυνάμεις των Βορείων, που είχαν επικεφαλής
τον στρατηγό Samuel D. Sturgis.
O στρατηγός των Βορείων Samuel D. Sturgis |
Η μάχη παραμένει ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας μικρότερης αριθμητικά δύναμης που καταφέρνει να επικρατήσει
βασιζόμενη στην καλύτερη τακτική, την γνώση του εδάφους και την εξαιρετικά επιθετική
δράση.
Μετά τη νίκη των Βορείων στην
Μάχη στη Chattanooga το Νοέμβριο του 1863, ο στρατηγός της Ένωσης William
Tecumseh Sherman (Ουίλλιαμ Σέρμαν) είχε μια μεγάλη στρατιωτική βάση, από όπου θα
ξεκινούσε τη μεγάλη - και καταστροφική για το Νότο - «Πορεία προς τη Θάλασσα»,
με πρωταρχικό σκοπό την καταστροφή της στρατιάς του συνομοσπονδιακού στρατηγού
Τζόνστον στο μέτωπό του και κατόπιν, με μια ακάθεκτη προέλαση προς νότο, να
κατακτήσει την Ατλάντα, φθάνοντας μέχρι την ακτή του Ατλαντικού. Μια τέτοια
διείσδυση στα εδάφη του «Βαθέος Νότου» (“Deep South”) ουσιαστικά θα απέκοπτε την επικοινωνία των
δυνάμεων της Συνομοσπονδίας που βρίσκονταν στις ανατολικές και δυτικές
πολιτείες.
Ο Σέρμαν, όμως, γνώριζε
ότι, για να εξασφαλίσει τη μακρά πορεία του μέσω των πολιτειών του Tennessee και της Georgia, έπρεπε πρώτα να διασφαλίσει την υπερεκτεταμένη
γραμμή ανεφοδιασμού του. Αυτή βασιζόταν στη μία και μοναδική σιδηροδρομική
γραμμή Νάσβιλ-Τσατανούγκα, η οποία κινδύνευε από τις καταδρομικές επιδρομές
ιππικού του επικινδυνότερου αντιπάλου του, του στρατηγού Φόρρεστ. Ο δαιμόνιος
αυτός επιδρομέας παραμόνευε πάντοτε αθέατος και ασύλληπτος κάπου στα μετόπισθεν
της στρατιάς του. Προκειμένου να απαλλαγεί από αυτόν τον κίνδυνο, ο Σέρμαν
ανέθεσε στον στρατηγό Sturgis (Στέρτζις) να προβεί σε διείσδυση στο βόρειο
Μισισιπή και Αλαμπάμα με μια ισχυρή, ταχύτατη δύναμη περίπου 8.500 στρατιωτών για
να καταστρέψει τον Forrest. Ο Sturgis, παρά τις κάποιες αμφιβολίες του και ανησυχίες
του, αναχώρησε από το Memphis την 1η Ιουνίου 1863.
Το σώμα του αποτελείτο
από δύο μεραρχίες. Η μεραρχία ιππικού υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Benjamin H.
Grierson, χωρισμένη σε δύο ταξιαρχίες και η μεραρχία πεζικού, υπό τον
συνταγματάρχη ΜακΜίλλεν, διηρημένη σε τρεις ταξιαρχίες. Μία από τις ταξιαρχίες,
εκείνη του συνταγματάρχη Μπάουτον, αποτελείτο από 1.200 νέγρους, ορκισμένους να
εκδικηθούν τη σφαγή των ομοφύλων τους, από τους άνδρες του Φόρρεστ στη μάχη του
Φορτ Πίλλοου (Fort Pillow) πριν από έναν μόλις μήνα (12 Απριλίου 1864). Σε αναφορά του προς
τον Σέρμαν, ο Στέρτζις σημείωσε ότι «...σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης θα
σταθεί σχεδόν αδύνατον να τους αποτρέψω από πράξεις αντεκδίκησης». Οι άνδρες
αυτοί, εκτός από τον όρκο που είχαν δώσει, είχαν υιοθετήσει και ένα ιδιαίτερο
επίρραμμα στη στολή τους, στο οποίο αναγραφόταν η φράση «Θυμηθείτε το Φορτ
Πίλλοου. Κανένας οίκτος στους άνδρες του Φόρρεστ».
Η μάχη (για άλλους σφαγή) του Φορτ Πίλλοου |
Οι άνδρες αναχώρησαν με υψηλό ηθικό, αλλά άσχημες καιρικές
συνθήκες, οι οποίες, μάλιστα, επιδεινώθηκαν από την επόμενη κιόλας ημέρα. Οι ουρανοί «άνοιξαν», μουσκεύοντας τους
άνδρες, μετατρέποντας τους δρόμους σε βάλτους και καθηλώνοντας τις άμαξες στη λάσπη. Η πορεία συνεχίστηκε υπό αυτές τις
συνθήκες μέχρι τις 8 Ιουνίου, όταν οι εντεινόμενες, καταρρακτώδεις βροχές μετέτρεψαν τη γη σε
πραγματικό τέλμα.
Ο Forrest συμπέρανε σωστά,
ότι οι Βόρειοι είχαν στόχο στην πραγματικότητα το Tupelo του Μισισιπή, περίπου
15 μίλια (24 χιλιόμετρα) νότια από την Διασταύρωση Crossroads.
(Το Tupelo είναι η έδρα της
κομητείας Lee
και το μέρος που στις 8/1/1935 γεννήθηκε ο Elvis Presley).
Αν και σαφώς με λιγότερους στρατιώτες, ο Forrest
αποφάσισε να απωθήσει τον Sturgis. Επέλεξε την Crossroads Brice που είχε τέσσερις
λασπώδεις δρόμους, βαριά δασώδεις περιοχές, και το φυσικό σύνορο του Tishomingo
Creek, που είχε μόνο μία γέφυρα από ανατολικά προς τα δυτικά. Βλέποντας ο Forrest,
ότι το ιππικό της Ένωσης βρισκόταν τρεις ώρες μπροστά από το δικό του πεζικό,
επινόησε ένα σχέδιο επίθεσης. Αναλύοντας το σχέδιό του
στον συνταγματάρχη Λάυον, ο Φόρρεστ είπε: «Ξέρω ότι υπερτερούν
αριθμητικά, αλλά ο δρόμος κατά μήκος του οποίου θα προελαύνουν είναι στενός και
λασπωμένος. Θα προχωρούν αργά. Η περιοχή είναι δασώδης και οι θάμνοι τόσο πυκνοί, ώστε, όταν τους
κτυπήσουμε, δεν θα καταλάβουν πόσοι είμαστε. Το ιππικό τους θα προηγείται του πεζικού και πρέπει
να φθάσει στο σταυροδρόμι Περίπου τρεις ώρες νωρίτερα. Σε αυτόν τον χρόνο εμείς
μπορούμε να τσακίσουμε το ιππικό τους. Μόλις «ανάψει» η μάχη, θα καλέσουν βιαστικά το πεζικό να επέμβει. Εκείνη την ώρα ο τόπος
θα «βράζει». Έχοντας διασχίσει εννέα ή δέκα
χιλιόμετρα πάνω σε τέτοιους δρόμους, το πεζικό τους θα είναι τόσο εξαντλημένο,
που εμείς απλά θα τους πατήσουμε».
Στις 09.45 π.μ. στις 10
Ιουνίου, μια ταξιαρχία ιππικού της Ένωσης του Grierson έφθασε στο Crossroads
Brice και η μάχη ξεκίνησε στις 10:30 π.μ., όταν οι Νότιοι για να κρύψουν την
αριθμητική τους μειονεξία, είχαν αφιππεύσει και έβαλαν αδιάκοπα πίσω από τους
θάμνους, δένδρα και φράκτες, εκμεταλλευόμενοι την πυκνή βλάστηση, καταφέρνοντας
να κρατήσουν τις θέσεις τους έναντι 3.200 Βορείων, όχι μόνο χωρίς να
υπερκερασθούν, αλλά και πείθοντας τον αντίπαλό τους ότι αντιμετώπιζε
«...ανώτερη δύναμη, η οποία, μάλιστα, διέθετε ισχυρή υποστήριξη». Το τέχνασμα
είχε πετύχει. Ο Forrest διέταξε τότε το υπόλοιπο του ιππικού του να συγκλίνει γύρω
στη Διασταύρωση. Το υπόλοιπο του ιππικού της Ένωσης έφτασε για υποστήριξη, αλλά
μια ισχυρή επίθεση τους ώθησε σύντομα πίσω στις 11:30 το πρωί, όταν το υπόλοιπο
του ιππικού Forrest, μετά από έναν καλπασμό 20 χιλιομέτρων, έφθασε στο πεδίο
της μάχης.
Ο ήλιος πλέον
μεσουρανούσε, όταν, ξαφνικά, οι γνώριμες «αντάρτικες κραυγές» αντήχησαν σαν
γλυκιά μουσική στα αυτιά του Λάυον. Ο συνταγματάρχης Ράκερ έτρεξε αμέσως να
συναντήσει τον Φόρρεστ και τον βρήκε να παρακολουθεί ήρεμος τη μάχη από τη σέλα
του αλόγου του. «Τι συμβαίνει, στρατηγέ;» τον ρώτησε. «Γιάνκηδες, και, μάλιστα,
πολλοί από δαύτους. Δεν τους φοβηθήκαμε ποτέ και δεν θα το κάνουμε σήμερα»
αποκρίθηκε εκείνος με σταθερό ύφος. Εξάλλου, τα δεδομένα είχαν πλέον αλλάξει.
Οι «ρυτίδες της ανησυχίας» εγκατέλειπαν σιγά-σιγά το πρόσωπό του. Με 2.000
άνδρες στη διάθεσή του δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι μπορούσε να κατατροπώσει τους 3.200 Γιάνκηδες του
Γκρίρσον. «Πες στον Μπελ να βιαστεί και να έλθει με όλη του τη δύναμη!» είπε ο Φόρρεστ στον αγγελιαφόρο που στεκόταν δίπλα
του και εκείνος κάλπασε σαν τον άνεμο. Έτοιμος να εκραγεί από επιθετικότητα, διέταξε τους στρατιώτες του έφοδο. Ένας από τους στρατιώτες του περιέγραψε αργότερα τη σκηνή: «Πάνω στο άλογό του, με το ξίφος στο
χέρι, τα μανίκια του μαζεμένα και την καπαρντίνα του ριγμένη στο πόμολο της
σέλας, ο Φόρρεστ έμοιαζε με τον ίδιο τον Θεό του Πολέμου». Η αποφασιστικότητα
και η ορμή του είχαν τέτοια επίδραση, ώστε έπειθε τους πάντες ότι η νίκη ήταν δική τους.
Οταν η τελευταία νότα της σάλπιγγας έσβησε, οι στριγκές,
διαπεραστικές «αντάρτικες κραυγές» γέμισαν τον αέρα και κάθε άνδρας όρμησε μπροστά σαν αρπακτικό
που καραδοκεί τη λεία του. Οι Νότιοι είχαν την ευκαιρία μίας μόνο βολής και την κρατούσαν για
την τελευταία στιγμή. Όταν δόθηκε η διαταγή ανταπέδωσαν τα πυρά με τη μία και μοναδική βολή τους. Αμέσως μετά οι άνδρες κατέπεσαν πάνω στους
αντιπάλους τους. Ξιφολόγχες και κοντάκια έσκισαν σάρκες και συνέθλιψαν κρανία.
Με την επόμενη διαταγή πέταξαν τα τυφέκια και τράβηξαν τα περίστροφα. Σε αποστάσεις τόσο μικρές δεν
υπήρχε κανένα όπλο πεζικού που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στα φονικά εξάσφαιρα που χρησιμοποιούσε
κατά κόρον το ιππικό της Συνομοσπονδίας. Η μάχη σώμα με σώμα συνεχίστηκε, ενώ
σταδιακά οι πρώτες γραμμές των Βορείων άρχισαν να χάνουν έδαφος, καθώς οι
Λάυον, Ράκερ και Τζόνσον ωθούσαν τους άνδρες τους στα άκρα.
Η μάχη μαινόταν αμφίρροπη για αρκετά λεπτά.
Ξαφνικά, γύρω στις 13.00 ακούστηκαν νέοι καλπασμοί από τα βόρεια. Ηταν η τελευταία και
μεγαλύτερη ταξιαρχία που ανέμενε ο Φόρρεστ, η οποία κατέφτανε τώρα σαν θεόσταλτη ευλογία: ο
συνταγματάρχης Μπελ, με τους 2.800 άνδρες του και τα οκτώ πυροβόλα του Μόρτον, πλησίαζαν
μετά από επτάωρη, ταχεία πορεία 30 χιλιομέτρων.
Περί τις 15.30, όταν η
μάχη βρισκόταν στη κορύφωσή της, ο Φόρρεστ έδωσε το τελειωτικό πλήγμα σε έναν
αποθαρρυμένο και κλονισμένο πλέον αντίπαλο: απέσπασε τους 300 άνδρες της 2ης Ίλης
Ιππικού του Τεννεσσύ του λοχαγού Τάυλερ με μια ευρεία πλευρική κίνηση από τα
δεξιά, υπερφαλαγγίζοντας το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στέρτζις.
Προκειμένου, μάλιστα, να παραπλανήσει τον αντίπαλο περί της πραγματικής
επιθετικής του δύναμης, χρησιμοποίησε ένα τελευταίο τέχνασμα: κατά τη διάρκεια
της επέλασης ο σαλπιγκτής του Τάυλερ διέτρεχε τις γραμμές της ίλης, σαλπίζοντας
επανειλημμένα το σύνθημα της εφόδου σε διαφορετικά, απομακρυσμένα κάθε φορά,
σημεία. Το απροσδόκητο άκουσμα τόσων σαλπισμάτων, τα οποία προέρχονταν από
διαφορετικά σημεία, προκάλεσε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεχόταν επίθεση
πολλαπλών μονάδων ιππικού στα νώτα του. Μέσα σε λίγα λεπτά η τάξη
μετετράπη σε σύγχυση και η σύγχυση σε πανικό.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο
Στέρτζις είχε θεωρήσει σωστό να κρατήσει σε εφεδρεία την ταξιαρχία των μαύρων
του συνταγματάρχη Μπάουτον, με σκοπό να τους εμπλέξει μόνο στην τελευταία φάση
της μάχης. Οι άνδρες αυτοί είχαν παραμείνει στα μετόπισθεν, προστατεύοντας τον
στρατωνισμό και την αμαξοστοιχία των εφοδίων και περιμένοντας να έρθει η
πολυπόθητη στιγμή της καταδίωξης των Νοτίων, για να πάρουν την εκδίκησή τους. Η
στιγμή της εκδίκησης είχε έλθει, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι
ανατριχιαστικές, αντάρτικες ιαχές των ανδρών του Τεννεσσύ, οι οποίοι
εμφανίστηκαν από το πουθενά, πάγωσαν το αίμα τους. Ελάχιστοι τόλμησαν να
προτάξουν τα όπλα τους στους φρενιασμένους δαίμονες του Τάυλερ. Οι περισσότεροι
άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά-αριστερά, ξηλώνοντας βιαστικά από τα στήθη
τους το επίρραμμα με τη μοιραία φράση «Κανένας οίκτος στους άνδρες του
Φόρρεστ». Τα εμψυχωτικά αυτά λόγια, που στόχευαν στην αναπτέρωση του ηθικού
πριν εννέα ημέρες στο Μέμφις, ήταν τώρα απαγορευμένα στην αιματοβαμμένη
διασταύρωση Μπράις.
Η καταιγιστική έφοδος αποδεκάτισε τους περισσότερους από
τους άνδρες του Μπάουτον και του Γκρίρσον που βρέθηκαν στο πέρασμά της. Ο
στρατός του Στέρτζις άρχισε να εγκαταλείπει ανεξέλεγκτος το πεδίο της μάχης. Ο
στενός δρόμος στα νώτα της εφοδιοπομπής «υπερχείλισε» από στριμωγμένους
στρατιώτες. Οι άμαξες και τα πυροβόλα βυθίζονταν στη λάσπη. Καμία δύναμη δεν
ήταν σε θέση να ελέγξει την πανικόβλητη μάζα, καθώς αυτή ξεχυνόταν προς τη
γέφυρα του Τισομίνγκο. Οι άνδρες του
Τάυλερ κάλπαζαν προς κάθε κατεύθυνση, συνθλίβοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Άμαξες
και πυροβόλα, είχαν όλα στριμωχτεί στη στενή ξύλινη γέφυρα, με αποτέλεσμα πολλοί
στρατιώτες να πέφτουν στο πλημμυρισμένο ρεύμα για διαφύγουν. Ο πανικός και η
αταξία κυριάρχησαν. Σύντομα, το, κάποτε ισχυρό, σώμα στρατού του Στέρτζις
εξαφανίστηκε από προσώπου γης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο Στρατός της Ένωσης
είχε υποστεί την ολοκληρωτικότερη και ταπεινωτικότερη ήττα του πολέμου σε μια
μάχη, στην οποία η πορεία από το Μέμφις προς το πεδίο της μάχης είχε διαρκέσει
εννέα ημέρες, ενώ η υποχώρηση μόλις 64 ώρες. Η άτακτη φυγή είχε αφήσει πίσω της
1.200 νεκρούς, 2.000 αιχμαλώτους και τραυματίες, 19 πυροβόλα και 21 κιβώτια
πυρομαχικών. Ο Στέρτζις υποβιβάστηκε σε συνταγματάρχη και μετατέθηκε σε κάποιο
απομακρυσμένο σημείο της Άγριας Δύσης να μάχεται τους Ινδιάνους. Οι απώλειες
του Φόρρεστ ήταν 140 νεκροί και 300 τραυματίες. Ο Σέρμαν ήταν έξαλλος. «Αυτός ο
διάβολος ο Φόρρεστ πρέπει να πεθάνει. Το Τεννεσσύ δεν θα ησυχάσει ποτέ μέχρι
τότε. Θα τον κυνηγήσω μέχρι θανάτου, έστω κι αν μου κοστίσει 10.000 ζωές ή ολόκληρο το Θησαυροφυλάκιο» είπε. Ήταν
ένας όρκος που δεν θα εκπληρωνόταν ποτέ.
Ο Φόρρεστ θα συνέχιζε με
επιτυχία την καταδρομική του δράση και οι εκστρατείες εναντίον του δεν θα
σταματούσαν παρά μόνο τους τελευταίους μήνες του πολέμου, όταν πλέον το σώμα
του απαριθμούσε μερικές εκατοντάδες ιππείς και ήταν πλέον αδύνατον να
αντισταθεί αποτελεσματικά κατά της εχθρικής πλημμυρίδας. Παρά την αδιάκοπη
καταδίωξη που ο Σέρμαν είχε εξαπολύσει εναντίον του, ο Φόρρεστ δεν θα έπεφτε
ποτέ στα χέρια του εχθρού. Εξάλλου, όπως και ο ίδιος είχε πει: «Δεν υπάρχει
άνθρωπος που θα με σκοτώσει και θα μείνει ζωντανός».
Από το 1929 στο πεδίο
της μάχης, στο
Brices Cross Roads National Battlefield Site έχουν ανεγερθεί μνημεία και ερμηνευτικές πινακίδες
σε ένα μικρό 1 στρέμματος (4.000 m2) οικόπεδο στο σταυροδρόμι. Αυτό είναι το
σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας Brice. Ένα χιλιόμετρο από
το πεδίο της μάχης υπάρχει το Μουσείο της μάχης. Το Crossroads Brice θεωρείται
ένα από τα πιο όμορφα διατηρημένα πεδία μαχών του «Εμφυλίου Πολέμου».
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγές:
Wikipedia & περιοδικό ‘Στρατιωτική Ιστορία’, τεύχος 194
Παρεπιπτόντως, σὰν σήμερα ἔγινε τὸ 1944 ἡ σφαγὴ στὸ Δίστομο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑὐτὸς ὁ ἐμφύλιος ἦταν ἕνας ὁμογενοποιητικὸς πόλεμος. Δείχνει πῶς οἱ Η.Π.Α. σιγά - σιγὰ ξεπέρασαν τὰ ἐσωτερικά τους προβλήματα καὶ ὅδευσαν τὸν δρόμο τῶν μεγάλων δυνάμεων.
ΑπάντησηΔιαγραφήὍσο γιὰ τοὺς νοτίους, δὲν μπορῶ νὰ προβλέψω τὶ θὰ εἶχε γίνει ἐὰν εἶχαν νικήσει.
Τώρα μὲ τὰ χρέη ποὺ ἔχουν συσσωρεύσει οἱ διάφορες πολιτείες πρὸς τὴν ὁμοσπονδιακὴ κυβέρνησι, κάθε κίνησις ἀνεξαρτητοποιήσεως τῶν πολιτειῶν τοῦ Νότου εἶναι ἀδύνατος.
Τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ἄλλο, γιατὶ τέτοια ἀπόρριψις τοῦ Νότου καὶ τὴς ἱστορίας των λόγῳ τῆς πολιτικῆς ὀρθότητος;
Κόκκινε Ουρανέ, τέλειο άρθρο! Επιπλέον, σαν σήμερα έγινε, στις 10 Ιουνίου 1861, η Μάχη του Μπιγκ Μπέθελ, η πρώτη μεγάλη μάχη του Αμερικανικού "Εμφυλίου". Ίσως να κάνεις κάποτε ένα αφιέρωμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήConfederate soldier.