Ο πόλεμος του 1861- 1865, που ονομάστηκε «εμφύλιος», είναι στην πραγματικότητα η ηρωική αντίσταση ενός λαού, αυτού του Νότου στον επιθετικό και κατακτητικό πόλεμο του ιμπεριαλισμού των γιάνκηδων εναντίον του έθνους τους.
Ο πόλεμος αυτός, όπως και το πρόσωπο του κυριότερου πρωταγωνιστή του, του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ανήκουν μέχρι σήμερα στα «μυθικά έπη» του Χόλυγουντ, το οποίο συνέδεσε τα αίτια του πολέμου με την δουλεία των νέγρων. Στην κινηματογραφική οθόνη συναντάμε ακόμα φράσει που δεν ειπώθηκαν ποτέ, προσπαθώντας να περάσουν το μήνυμα ότι ένα τόσο πλούσιο κράτος οδηγήθηκε σε ένα αιματηρό αδελφοκτόνο πόλεμο για τα δικαιώματα μιας μειονότητας μαύρων!
Ένα μήνα μετά την εκλογή του Λίνκολν άρχισε ο χορός των αποσχίσεων με πρώτη την πιο αδιάλλακτη από τις Νότιες Πολιτείες, τη Νότια Καρολίνα, η οποία ανακοίνωσε επίσημα την απόφασή της. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1861 την είχαν ακολουθήσει άλλες έξι, σχηματίζοντας τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής (Confederate States of America), με πρόεδρο τον Τζέφερσον Νταίηβις (Jefferson Davis), έναν διακεκριμένο απόστρατο συνταγματάρχη του Μεξικανικού πολέμου και πρώην γερουσιαστή των ΗΠΑ.
Ο Τζέφερσον Ντέιβις θα αναλάβει τις υποχρεώσεις του με απόλυτη αυτοθυσία, μια εξαιρετική αίσθαση καθήκοντος και μια ακλόνητη πίστη στην ορθότητα του σκοπού του. Η πρώτη του ομιλία, στις 18 Φεβρουαρίου 1861, δείχνει αυτή την αποφασιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα το παράπονο ότι διορίστηκε σε μια θέση από την οποία θα προτιμούσε εκείνη του απλού στρατιώτη:
«Ο καιρός των συμβιβασμών έχει πλέον περάσει: ο Νότος είναι αποφασισμένος να τηρήσει τις θέσεις του και, σε περίπτωση βίας, να κάνει τους εχθρούς του να μυρίσουν την μυρωδιά του μπαρουτιού, να νιώσουν τη δύναμη των όπλων του. Το αποτέλεσμα δεν είναι αβέβαιο. Θα υπερασπιστούμε τα δικαιώματα μας και την κυβέρνησή μας ενάντια σε οποιαδήποτε περίσταση. Δεν ζητάμε τίποτα. Δεν χρειαζόμαστε τίποτα. Αν προστεθούν άλλες πολιτείες στην Συνομοσπονδία μας, θα γίνουν αποδεκτές ευχαρίστως, με τους ίδιους όρους που είμαστε εμείς. Η αποχώρηση μας από την παλιά Ένωση είναι πλέον ολοκληρωμένη. Δεν υπάρχουν ελπίδες ούτε σε συμβιβασμούς ούτε σε επανορθώσεις».
«Αν επέλθει πόλεμος, συνεχίζει ο πρόεδρος, αν για άλλη μια φορά αναγκαστούμε να βάψουμε με αίμα τις αρχές για τις οποίες οι πρόγονοι μας έδωσαν τη ζωή τους στην Επανάσταση, θα φανούμε αντάξιοι γιοι τους και υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα τα οποία αποκτήσαμε από εκείνους, θα αποδείξουμε ότι η ανδρεία του Νότου δεν ελαττώθηκε από το 1776 ως το 1812.. .Αν μετέπειτα οι υπηρεσίες μου κριθούν αναγκαίες σε μια διαφορετική θέση, αν τα γεγονότα απαιτήσουν να επανέλθω στο στράτευμα, ελπίζω να τύχω μιας καλής υποδοχής».
Ο Τζέφερσον Ντέιβις είδε σωστά. Μέσα από τον στρατό, την δράση και την ανδρεία του, θα εκφραστεί η βούληση του Νότου.
Από την ανακάρυξη της ανεξαρτησίας και μετά, οι Πολιτείες κατάσχουν τα κτίρια, τις ιδιοκτασίες και τα ομόλογα τα οποία ανήκουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, από τα ταχυδρομεία μέχρι τα νομισματοκοπεία. Αυτά τα αγαθά είναι πλέον ιδιοκτησία της προσωρινής κυβέρνησης της Συνομοσπονδίας η οποία εγκαταστάθηκε αμέσως στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα, ενώ αργότερα πρωτεύουσα θα γίνει το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.
Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις τα στρατιωτικά κτήρια, στρατόπεδα, οχυρά, αποθήκες πυρομαχικών, παραδίδονταν στις Συνομόσπονδες Πολιτείες, χωρίς αντιθέσεις ανάμεσα στους επικεφαλής, οι απειλές του Βορρά συνεχίζονταν σε ένα κλίμα αυξανόμενης έντασης. Έτσι ο Τζέφερσον Νταίηβις θέλοντας να προετοιμαστεί αμυντικά για κάθε ενδεχόμενο, κάλεσε 100.000 εθελοντές να στρατευθούν ως πολιτοφυλακή, απαιτώντας παράλληλα την εκκένωση των κατά τόπους στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Ένωσης από τις φρουρές τους.
Αλλά η φρουρά του Φορτ Σάμτερ (Fort Sumter), ενός μικρού οχυρού στο λιμάνι του Τσάρλεστον της Ν. Καρολίνας, αρνείτο να εγκαταλείψει το φρούριο, εξακολουθώντας να κρατά υψωμένη την σημαία της Ένωσης. Το φρούριο ήταν παλιό, κατεστραμμένο σε κάποια σημεία του και ο διοικητής του, ταγματάρχης Άντερσον, είχε στην διάθεσή του μόνο 80 άνδρες και περιορισμένες προμήθειες. Το επιτελείο του Λίνκολν τον ενημέρωσε ότι το φρούριο ήταν απομονωμένο και δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού. Εκείνος κατανόησε την κατάσταση και αρχικά δεν επέμεινε αλλά το θέμα πήρε τρομερή έκταση από τον τύπο ο οποίος απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία των Ανταρτών. Εκείνος υποχρεώθηκε να υποκύψει στις πιέσεις, δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση αρνείται να εγκαταλείψει το Φορτ Σάμτερ και διέταξε τον ανεφοδιασμό του από την θάλασσα. Η απόπειρα όχι μόνον απέτυχε λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής, αλλά θεωρήθηκε και σαν πολεμική ενέργεια εκ μέρους της Ένωσης!
Το πρωί της 12ης Απριλίου 1861 ακούστηκαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί του πολέμου από τα πυροβόλα της Ομοσπονδίας που άρχισαν να βάλλουν εναντίον του οχυρού. Ο Άντερσον ανίκανος να πράξει οτιδήποτε άλλο, ανταπάντησε με μερικά πυρά για την «τιμή των όπλων» και μετά παραδόθηκε. Ήταν μία αναίμακτη και άχρηστη αναμέτρηση η οποία όμως έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει, χαρίζοντας ταυτόχρονα στον Λίνκολν το ηθικό έρεισμα που αναζητούσε για να διακηρύξει ότι οι Νότιοι ήταν εκείνοι που άνοιξαν πρώτοι το πυρ! Εξ άλλου το επιτελείο του είχε ήδη αρχίσει να αναμετρά τις δυνάμεις του για να χτυπήσει τον Νότο στο πεδίο της μάχης και οι εκτιμήσεις ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικές –τουλάχιστον στους αριθμούς: ο Βορράς διέθετε το 97% της παραγωγής όπλων, τον τριπλάσιο στρατό, και ολόκληρο τον στόλο –και μόνο η υπεροπλία του τελευταίου θα αρκούσε για να αποκλείσει τα λιμάνια της Ομοσπονδίας διακόπτοντας έτσι τις εμπορικές συναλλαγές της με την Ευρώπη. Η απόφαση λοιπόν ήταν εύκολη: ναι, στον πόλεμο!
Αντικειμενικός σκοπός λοιπόν του Βορρά στην επερχόμενη σύρραξη δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά η βίαιη επαναφορά του Νότου στην Ένωση εξ αιτίας των τεράστιων οικονομικών επιπτώσεων που είχε προκαλέσει η απόσχισή του. Η δουλεία δρούσε απλά σαν μία δευτερεύουσα «τεχνική λεπτομέρεια».
Ο Νότος ωστόσο φαινόταν να αψηφά επιδεικτικά τους αριθμούς. Αν και το θέμα του στόλου ισοδυναμούσε ουσιαστικά με οικονομικό στραγγαλισμό, εκείνοι υπερχείλιζαν από εθνική έπαρση: το μόνο που θέλησαν ήταν να ζήσουν ανεξάρτητοι μέσα στα σύνορά τους, με ένα δικό τους οικονομικό σύστημα την στιγμή που ο Βορράς απειλούσε να εισβάλει στην γη τους. Αυτό ήταν το ηθικό επιχείρημα του «Ιερού Σκοπού» του Νότου (“The Cause”), ο οποίος σε συνδυασμό με μία ομάδα εξαιρετικών στρατηγών και ενός μικρού αλλά κυριολεκτικά ακατάβλητου ανθρώπινου δυναμικού, θα έτρεπε σε φυγή τους Γιάνκηδες για δύο συνεχή χρόνια, προς μεγάλη απελπισία του Λίνκολν.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
2 σχόλια:
Ακόμη και σήμερα οι απλοί πολίτες στις επαρχίες του νότου θεωρούνται και είναι αγριάνθρωποι και δεν είναι να μπλέκεις μαζί τους.
Αγριάνθρωποι είναι οι γιάνκηδες και οι φίλοι τους. Ζήτω ο Νότος!
Δημοσίευση σχολίου