"Εκτέλεση, εάν είναι απαραίτητο, χωρίς δικαστική ετυμηγορία"
- Erich Mielke,
Γερμανός κομμουνιστής, επικεφαλής της Στάζι
Η Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, η γνωστή
Στάζι, ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1950. Για σαράντα χρόνια, η Στάζι διατήρησε
μια τρομακτική φήμη για τον τρόπο που παρακολουθούσε, διείσδυε και έσπερνε τον
τρόμο, με αποτέλεσμα ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Timothy Garton Ash να σχολιάσει ότι η λέξη
«Στάζι» έχει γίνει «ένα παγκόσμιο συνώνυμο της τρομοκρατίας της κομμουνιστικής μυστικής
αστυνομίας».
Τα πλοκάμια της Στάζι και η επιρροή της ήταν τόσο εκτεταμένα
ώστε πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι η Στάζι είχε συντάξει μυστικό φάκελο ακόμα και για
τον Έρικ Χόνεκερ,
τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας μεταξύ 1971 - 1989, χρησιμοποιώντας
πληροφορίες που έλεγαν για προσπάθειες του Χόνεκερ να συνεργαστεί με τους Ναζί κατά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να τον πιέσουν να παραιτηθεί τον Οκτώβριο
του 1989.
Τον Ιανουάριο του 1990, λίγο μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη ΛΔΓ, τα πλήθη των διαδηλωτών εισέβαλαν και κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Στάζι στο Βερολίνο, μια πράξη που συμβόλιζε τη νίκη του λαού πάνω σε ένα από τα μεγαλύτερα δεινά του κρατικού σοσιαλισμού στη ΛΔΓ. Η Στάζι έκρυβε λεπτομερείς φακέλους σχετικά με εκείνους που έθετε υπό επιτήρηση, με αρχεία σε ράφια που έφτανα σε μήκος πάνω από 180 χιλιόμετρα (!) και που επέζησαν μετά την κατάρρευση της ΛΔΓ. Στα μετα-κομμουνιστικά χρόνια οι πληροφορίες αυτές αποχαρακτηρίστηκαν και μεταξύ των ετών 1992 και 2011, 2,75 εκατομμύρια άτομα ζήτησαν να έχουν πρόσβαση στους φακέλους τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι ανακάλυπταν ότι είχαν αξιόπιστους ανθρώπους - τα μέλη της οικογένειάς τους, στενούς φίλους, γείτονες και συναδέλφους – που εργάζονταν ως πληροφοριοδότες για τη Στάζι. Σε αυτό το άρθρο, ο Βρετανός David Cook (Swansea University), διερευνά το βασικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι πληροφοριοδότες της Στάζι, εξετάζοντας τα κίνητρα όσων δέχτηκαν να συνεργαστούν με την Στάζι.
Τον Ιανουάριο του 1990, λίγο μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη ΛΔΓ, τα πλήθη των διαδηλωτών εισέβαλαν και κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Στάζι στο Βερολίνο, μια πράξη που συμβόλιζε τη νίκη του λαού πάνω σε ένα από τα μεγαλύτερα δεινά του κρατικού σοσιαλισμού στη ΛΔΓ. Η Στάζι έκρυβε λεπτομερείς φακέλους σχετικά με εκείνους που έθετε υπό επιτήρηση, με αρχεία σε ράφια που έφτανα σε μήκος πάνω από 180 χιλιόμετρα (!) και που επέζησαν μετά την κατάρρευση της ΛΔΓ. Στα μετα-κομμουνιστικά χρόνια οι πληροφορίες αυτές αποχαρακτηρίστηκαν και μεταξύ των ετών 1992 και 2011, 2,75 εκατομμύρια άτομα ζήτησαν να έχουν πρόσβαση στους φακέλους τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι ανακάλυπταν ότι είχαν αξιόπιστους ανθρώπους - τα μέλη της οικογένειάς τους, στενούς φίλους, γείτονες και συναδέλφους – που εργάζονταν ως πληροφοριοδότες για τη Στάζι. Σε αυτό το άρθρο, ο Βρετανός David Cook (Swansea University), διερευνά το βασικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι πληροφοριοδότες της Στάζι, εξετάζοντας τα κίνητρα όσων δέχτηκαν να συνεργαστούν με την Στάζι.
Ζώντας με τον εχθρό : Ενημερώνοντας τη Στάζι στη ΛΔΓ
Του David
Cook
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήταν το ‘χρυσό παιδί’
της Σοβιετικής Ένωσης, που συχνά παρουσιάζονταν ως ο δαδούχος για το
κομμουνιστικό σύστημα σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν είχαν την
ελευθερία να εκφράσουν τις ατομικές απόψεις τους, οι απόψεις του κράτους ήταν
τελικές και απόλυτες και κάθε αντίθεση στο κόμμα θεωρούνταν ένα έγκλημα τόσο
σοβαρό όσο η προδοσία. Ένα ισχυρό αστυνομικό ήταν απαραίτητο στο να κρατήσει
τους ανθρώπους υπό έλεγχο, να σπείρει τον φόβο και να κάμψει το λαό στη θέληση
του κράτους. Στη ΛΔΓ η Ministerium für Staatssicherheit (MFS), γνωστή ως Στάζι, ήταν
το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για να «πλάσει» τους Ανατολικογερμανούς σύμφωνα
με τις απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, η αστυνομική πίεση και
το κόμμα από μόνα τους δεν ήταν αρκετά για
να καταπιέσουν ολόκληρη την χώρα. Η «λαϊκή συμμετοχή» είναι τελικά, το κλειδί της
επιβίωσης κάθε καθεστώτος. Στην περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας,
οι ίδιοι οι άνθρωποί της βοήθησαν να διατηρηθεί η εξουσία του κόμματος μέσω του
ρόλου τους ως πληροφοριοδότες της αστυνομίας. Οι πληροφοριοδότες έπαιξαν κρίσιμο
ρόλο, λειτουργώντας ως ένα ζωτικό γρανάζι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστυνομικού
κράτους της Ανατολικής Γερμανίας. Τόσο η ανταπόκριση στο κλίμα φόβου όσο και η διαιώνιση
αυτού του κλίματος διαπέρασε όλη την κοινωνία της Ανατολικής Γερμανίας.
Μέχρι το 1989 όταν το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε και ο
κομμουνισμός στην Ανατολική Γερμανία έφτασε στο τέλος του, εκτιμάται ότι η MfS (Στάζι)
είχε 97.000 επίσημους απασχολούμενους καθώς και περίπου 173.000 ανεπίσημους πληροφοριοδότες.
Αυτό μεταφράζεται ως μια αναλογία ενός πράκτορα ανά 63 κατοίκους (!), ένας
αριθμός που ξεπερνά κατά πολύ την KGB της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε έναν ανά 5.830 άτομα
(Στοιχεία από το Anna Funder,
Stasiland, Granta: 2004). Η Στάζι διατηρούσε
έναν μικρό στρατό που διείσδυε στην ίδια τη δομή του κομμουνιστικού καθεστώτος,
του οποίου μοναδικός σκοπός ήταν η παρακολούθηση και η καταστολή του λαού της
Ανατολικής Γερμανίας. Ο φόβος του κράτους - και της Στάζι ως ένα εργαλείο κρατικού
ελέγχου - ήταν διαδεδομένος και αυτή η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο
ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία μιας «εύπλαστης» κοινωνίας πολιτών.
Το σύνθημα της Στάζι "Schild und der Partei Schwert" δήλωνε την πρόθεση να ενεργήσει ως «ασπίδα και ξίφος» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας |
Ήταν ένα σωρό πράγματα που θα μπορούσε να φέρει ένα άτομο στην
επίβλεψη της Στάζι. Μόλις ο «ύποπτος» γινόταν στόχος, ο σκοπός συχνά ήταν να
προκληθεί αμφιβολία στον ίδιο για το άτομό του, και να αποκλειστεί κάθε ίχνος
φυσιολογικής ζωής, και αν πράγματι ήταν ένοχος για κάποια μορφή «ανατροπής» να γίνουν
ενέργειες ώστε να δυσφημίσει περαιτέρω τον εαυτό του.
Η Ulrike Poppe
ήταν ένα τέτοιο άτομο του οποίου η εργασία σε κινήματα ειρήνης και φεμινιστικά
κινήματα κρίθηκαν ως απειλή για τη σταθερότητα της κομμουνιστικής Ανατολικής
Γερμανίας από την Στάζι. Μεταξύ 1973 - 1989, η Poppe συνελήφθη συνολικά 14 φορές. Για
15 χρόνια είχε τεθεί υπό παρακολούθηση, ακολουθούμενη από τον προσωπικό της πράκτορα
της Στάζι και υποβαλλόμενη σε καθημερινή παρενόχληση. Με τον τρόπο αυτό η Στάζι
στόχευε στο να κάμψει την αυτοπεποίθηση του ατόμου και την ειρήνη του μυαλού του,
αντί να προβαίνει σε σωματικούς ξυλοδαρμούς. Αν και οι ξυλοδαρμοί δεν έλειπαν
από τους υπαλλήλους της Στάζι, τα στοιχεία δείχνουν συχνά ότι προτιμούσαν να
χρησιμοποιούν πιο «λεπτά» μέσα (αλλά εξίσου αποτελεσματικά) μέσω ψυχολογικών
βασανιστηρίων. Η απομόνωση, η στέρηση ύπνου, ο αποπροσανατολισμός, η ταπείνωση,
ο περιορισμός της τροφής και του νερού και οι απειλές και η τρομοκρατίας του
ίδιου ή της οικογένειας του «υπόπτου» σε συνδυασμό με τις υποσχέσεις περί επιείκειας,
εάν «ομολογούσε» ήταν οι συνηθισμένες τακτικές ανάκρισης.
O Erich Mielke (1907-2000) |
Την Στάζι δεν την
απασχολούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν πολυσκοτιζόταν για τις έννοιες της
δημοκρατικής νομικής διαδικασίας και της δίκαιης δίκης, όπως φαίνεται και από
τον επικεφαλής της Στάζι, Erich Mielke, που ακολουθούσε μια πολιτική που συνοψιζόταν στο «εκτέλεση, εάν είναι
απαραίτητο, χωρίς δικαστική ετυμηγορία».
Για να λειτουργήσει πλήρως ένα αστυνομικό κράτος, το κλειδί είναι
η συμμετοχή από το λαό. Το ζωτικής σημασίας εργαλείο του κομμουνιστικού
αστυνομικού κράτους ήταν οι Inofizelle Mitarbeiter (IM).
Οι IM ήταν ανεπίσημοι συνεργάτες που έδιναν πληροφορίες για τους συναδέλφους τους, τους φίλους τους ακόμα και τους συζύγους τους. Οι πληροφοριοδότες ήταν ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής, που παρείχαν στη Στάζι το αναγκαίο υλικό για να εξουδετερώσει τους στόχους της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας από το υφιστάμενο αρχειακό υλικό εκτιμάται ότι υπήρχαν μέχρι και 500.000 πληροφοριοδότες που δραστηριοποιούνταν σε διάφορους χρόνους. Ή αλλιώς, ένας στους 30 ανθρώπους είχε εργαστεί για τη Στάζι! Οι πληροφοριοδότες ελέγχονταν από ειδικό τμήμα, το HA IX (Κεντρικό Τμήμα 9) που ήταν γνωστό ως «το κέντρο της Ιεράς Εξέτασης».
Οι άνθρωποι δεν ήταν πρόθυμοι συχνά, να γίνουν πληροφοριοδότες και θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί η πλειοψηφία των Ανατολικογερμανών ότι συναίνεσε ελεύθερα να συνεργαστεί με τη Στάζι. Τα κίνητρα ήταν πολυάριθμα, ωστόσο, ποιο ήταν το ζωτικής σημασίας που οδήγησε τόσους πολλούς να δίνουν πληροφορίες για τους δικούς τους ανθρώπους; Ο Robert Gellately σε άρθρο του (“Denunciation in 20th Century Germany”), αναφέρει ότι η «κουλτούρα της καταγγελίας» ήταν ένα κατάλοιπο από τη ναζιστική περίοδο. Οι άνθρωποι γίνονταν I.Ms για μια σειρά από λόγους κατά την άποψή του: για προσωπικό κέρδος, για να μπορούν να κάνουν επισκέψεις στην Δύση, από την επιθυμία τους να αλλάξουν το σύστημα «από μέσα», ή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, εξ αιτίας εκβιασμών και εξαναγκασμών από τη Στάζι. Ο φόβος λοιπόν, χρησιμοποιείτο ως εργαλείο για την πρόσληψη πληροφοριοδοτών από το γενικό πληθυσμό.
Οι IM ήταν ανεπίσημοι συνεργάτες που έδιναν πληροφορίες για τους συναδέλφους τους, τους φίλους τους ακόμα και τους συζύγους τους. Οι πληροφοριοδότες ήταν ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής, που παρείχαν στη Στάζι το αναγκαίο υλικό για να εξουδετερώσει τους στόχους της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας από το υφιστάμενο αρχειακό υλικό εκτιμάται ότι υπήρχαν μέχρι και 500.000 πληροφοριοδότες που δραστηριοποιούνταν σε διάφορους χρόνους. Ή αλλιώς, ένας στους 30 ανθρώπους είχε εργαστεί για τη Στάζι! Οι πληροφοριοδότες ελέγχονταν από ειδικό τμήμα, το HA IX (Κεντρικό Τμήμα 9) που ήταν γνωστό ως «το κέντρο της Ιεράς Εξέτασης».
Οι άνθρωποι δεν ήταν πρόθυμοι συχνά, να γίνουν πληροφοριοδότες και θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί η πλειοψηφία των Ανατολικογερμανών ότι συναίνεσε ελεύθερα να συνεργαστεί με τη Στάζι. Τα κίνητρα ήταν πολυάριθμα, ωστόσο, ποιο ήταν το ζωτικής σημασίας που οδήγησε τόσους πολλούς να δίνουν πληροφορίες για τους δικούς τους ανθρώπους; Ο Robert Gellately σε άρθρο του (“Denunciation in 20th Century Germany”), αναφέρει ότι η «κουλτούρα της καταγγελίας» ήταν ένα κατάλοιπο από τη ναζιστική περίοδο. Οι άνθρωποι γίνονταν I.Ms για μια σειρά από λόγους κατά την άποψή του: για προσωπικό κέρδος, για να μπορούν να κάνουν επισκέψεις στην Δύση, από την επιθυμία τους να αλλάξουν το σύστημα «από μέσα», ή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, εξ αιτίας εκβιασμών και εξαναγκασμών από τη Στάζι. Ο φόβος λοιπόν, χρησιμοποιείτο ως εργαλείο για την πρόσληψη πληροφοριοδοτών από το γενικό πληθυσμό.
Το βιβλίο του Timothy Garton Ash “The File” (‘Ο Φάκελος’), βασίζεται
στο προσωπικό του φάκελο στη Στάζι, και αναφέρεται στα κίνητρα πίσω από τις
ενέργειες εκείνων που έδινα πληροφορίες για αυτόν. Για τον κάθε ένα από τους πληροφοριοδότες
υπήρχε διαφορετικός λόγος για τη συνεργασία του με την Στάζι. Η ‘Michaela’ ήταν μια καλλιτεχνική
διευθύντρια και ως τέτοια έπρεπε να ενημερώνει την Στάζι, ώστε να κάνει τη
δουλειά της ευκολότερα. Οι βίζες για επισκέψεις σε εκθέματα τέχνης στη Δύση ή οι
τόσο αναγκαίες αυξήσεις του κρατικού προϋπολογισμού ήταν το αντάλλαγμα για τις πληροφορίες.
Ενώ η ‘Μικαέλα’ ήταν ένα παράδειγμα κάποιου που εργάζονταν για το αστυνομικό κράτος
για προσωπικό κέρδος, δύο άλλα παραδείγματα από το βιβλίο του Garton Ash αποτελούν
πρόσληψη μέσω εκβιασμού. Ο ‘Schuldt’
πείστηκε να γίνει πληροφοριοδότης λόγω του φόβου του μήπως η ομοφυλοφιλία του γίνει
δημόσια γνωστή και η ζωή του καταστραφεί. Ο ‘Smith’, από την άλλη πλευρά συνεργάστηκε για να αποδείξει την
αθωότητά του στις κατηγορίες ότι ήταν «κατάσκοπος της Δύσης». Με τον τρόπο αυτό
η Στάζι μπορούσε να δημιουργήσει ένα τρομακτικό τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών
που χρησιμοποιούσε για να συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με τον οποιονδήποτε
στόχευε.
Ο φόβος, όπως στις περιπτώσεις του ‘Smith’ και του ‘Schuldt’ ήταν το πιο ισχυρό όπλο που διέθετε
η Στάζι. Ήταν ένα όπλο που χρησιμοποιούσε ελεύθερα, δημιουργώντας μεγάλα δίκτυα
πληροφοριοδοτών και διασφαλίζοντας την επιβίωση του συστήματος. Οι άνθρωποι της
Στάζι ήταν η πηγή αυτού του φόβου στην κοινωνία που κρατούσε τις μάζες σε υποταγή.
Χωρίς τη συμμόρφωση των χαμηλότερων επιπέδων της κοινωνίας, το σύστημα θα είχε
καταρρεύσει. Η πλειοψηφία του πληθυσμού είχε μάθει, από το φόβο των συνεπειών,
να ζει με αυτό το καθεστώς του φόβου με αντάλλαγμα μια κατ’ επίφαση «ειρηνική
ζωή». Οι Reicker, Schwarz και Schneider περιγράφουν την καθημερινή ζωή
του πολίτη της ΛΔΓ ως : «το καθημερινό ψέμα, που όλοι συμμετείχαν κατά κάποιο
βαθμό ... Μόλις μάθεις να δέχεσαι το μεγάλο πολιτικό ψέμα επιτρέπεις στον εαυτό
σου λίγα ψέματα και αλλού. Ασυναίσθητα». Ήταν αυτή η προθυμία του γερμανικού
πληθυσμού να υποταχθεί στην εξουσία και η ισχυρή φύση της Στάζι, που ο Funder υποστηρίζει ότι οδήγησε
να υπάρχει σχετικά χαμηλό επίπεδο διαφωνούντων εντός της ΛΔΓ.
Η καθημερινή ζωή διαπνέονταν από την ιδεολογία του κόμματος. Σχεδόν καμία γωνιά της ζωής δεν είχε μένει ανέγγιχτη από την επιρροή του κόμματος και του «μαντρόσκυλου» της Στάζι, η οποία είχε διεισδύσει και χειραγωγούσε τον τομέα της εκπαίδευσης, καθορίζοντας ποιος θα μπορούσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και ποια θέματα ήταν «κατάλληλα» για ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία, με σχεδόν το ένα τέταρτο του προσωπικού του πανεπιστημίου Humboldt να εργάζεται για τη Στάζι. Κάθε επικοινωνία μέσα και έξω από το κομμουνιστικό κράτος ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση. Στο Ανατολικό Βερολίνο, 25 σταθμοί τηλέφωνου επέτρεπαν την υποκλοπή μέχρι και 20.000 κλήσεων ταυτόχρονα. Οι αριθμοί δείχνουν ότι 2.300 τηλεγραφήματα την ημέρα διαβάστηκαν από την Στάζι μόνο το 1983.
Η καθημερινή ζωή διαπνέονταν από την ιδεολογία του κόμματος. Σχεδόν καμία γωνιά της ζωής δεν είχε μένει ανέγγιχτη από την επιρροή του κόμματος και του «μαντρόσκυλου» της Στάζι, η οποία είχε διεισδύσει και χειραγωγούσε τον τομέα της εκπαίδευσης, καθορίζοντας ποιος θα μπορούσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και ποια θέματα ήταν «κατάλληλα» για ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία, με σχεδόν το ένα τέταρτο του προσωπικού του πανεπιστημίου Humboldt να εργάζεται για τη Στάζι. Κάθε επικοινωνία μέσα και έξω από το κομμουνιστικό κράτος ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση. Στο Ανατολικό Βερολίνο, 25 σταθμοί τηλέφωνου επέτρεπαν την υποκλοπή μέχρι και 20.000 κλήσεων ταυτόχρονα. Οι αριθμοί δείχνουν ότι 2.300 τηλεγραφήματα την ημέρα διαβάστηκαν από την Στάζι μόνο το 1983.
Η ζωή ελεγχόταν εντελώς από την Στάζι και το SED (το Σοσιαλιστικό Κόμμα),
με κάθε μέθοδο να χρησιμοποιείται για την πρόληψη της επαφής με τον δυτικό
κόσμο. Μυστικοί κωδικοί και χειρονομίες αναπτύχθηκαν για να δηλώνουν την παρουσία
πληροφοριοδοτών ή πρακτόρων της Στάζι. Ακόμα και σήμερα ο τρόμος της Στάζι
παραμένει μια ισχυρή δύναμη στη καθημερινή ζωή πρώην πολιτών της ΛΔΓ, που
ενεργεί ως ένα είδος «τοίχου στο μυαλό». Η Claudia Rusch, η κόρη ενός Ανατολικογερμανού αντιφρονούντα,
δεν έχει καμία αμφιβολία για το αστυνομικό κράτος της ΛΔΓ και πως ήταν η ζωή κάτω
από αυτό :
«Αυτή ήταν η πραγματική δύναμη της κρατικής ασφάλειας, υπό την έννοια ότι έκανε εκατομμύρια ανθρώπους να συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο με άγχος, αυτοέλεγχο και καχυποψία. Έπρεπε να είσαι σίγουρος ότι αν έλεγες κάποιο πολιτικό αστείο αυτόματα θα έπρεπε να χαμηλώσεις τη φωνή σου. Η υπακοή εξαπλωνόταν σε κάθε τμήμα της κοινωνίας και εκφόβιζε ένα ολόκληρο έθνος». (Claudia Rusch, quoted in Mary Fulbrook, The People’s State, Yale University Press: 2005)
Η Στάζι εξάπλωνε τον εκφοβισμό στους ανθρώπους της Ανατολικής Γερμανίας με τα εκτεταμένα πλοκάμια της να απλώνονται μέσα στην κοινωνία με τη μορφή των πληροφοριοδοτών που κανείς δεν τους ήξερε. Για κάθε άτομο που ενδιέφερε την Στάζι υπήρχε φάκελος που περιλάμβανε ένα σχεδόν λεπτό - προς-λεπτό απολογισμό της ζωής του «υπόπτου». Ο φόβος διέπνεε όλες τις πτυχές της ζωής στη ΛΔΓ, με τον πληθυσμό να πτοείται από την απειλή των αντιποίνων της Στάζι και να είναι ανίκανος να χτίσει τα θεμέλια για ένα κίνημα αντιπολίτευσης. Οι πράκτορες του κράτους ήταν παντού, στο χώρο εργασίας, στο σχολείο και ακόμα στο ίδιο σου το κρεβάτι. Με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε η συμμόρφωση του λαού, μέσω μιας σιωπηρής, παρά ρητής τρομοκρατίας.
«Αυτή ήταν η πραγματική δύναμη της κρατικής ασφάλειας, υπό την έννοια ότι έκανε εκατομμύρια ανθρώπους να συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο με άγχος, αυτοέλεγχο και καχυποψία. Έπρεπε να είσαι σίγουρος ότι αν έλεγες κάποιο πολιτικό αστείο αυτόματα θα έπρεπε να χαμηλώσεις τη φωνή σου. Η υπακοή εξαπλωνόταν σε κάθε τμήμα της κοινωνίας και εκφόβιζε ένα ολόκληρο έθνος». (Claudia Rusch, quoted in Mary Fulbrook, The People’s State, Yale University Press: 2005)
Η Στάζι εξάπλωνε τον εκφοβισμό στους ανθρώπους της Ανατολικής Γερμανίας με τα εκτεταμένα πλοκάμια της να απλώνονται μέσα στην κοινωνία με τη μορφή των πληροφοριοδοτών που κανείς δεν τους ήξερε. Για κάθε άτομο που ενδιέφερε την Στάζι υπήρχε φάκελος που περιλάμβανε ένα σχεδόν λεπτό - προς-λεπτό απολογισμό της ζωής του «υπόπτου». Ο φόβος διέπνεε όλες τις πτυχές της ζωής στη ΛΔΓ, με τον πληθυσμό να πτοείται από την απειλή των αντιποίνων της Στάζι και να είναι ανίκανος να χτίσει τα θεμέλια για ένα κίνημα αντιπολίτευσης. Οι πράκτορες του κράτους ήταν παντού, στο χώρο εργασίας, στο σχολείο και ακόμα στο ίδιο σου το κρεβάτι. Με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε η συμμόρφωση του λαού, μέσω μιας σιωπηρής, παρά ρητής τρομοκρατίας.
Παρακάτω οι αναμνήσεις ενός από τα θύματα της Hohenschönhausen, της τρομακτικής Φυλακής της
Στάζι στο Ανατολικό Βερολίνο :
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγή
1 σχόλιο:
Η κοινωνία, πολιτεία ή κράτος που απομακρύνει τον Θεό απο τη δημόσια ομολογία και την συλλογική συνείδηση, δρέπει τους καρπούς της υπερηφανείας της στο τέλος.
Δημοσίευση σχολίου