Οι κηδείες του Ion Moţa και
του Vasile Marin,
των δύο Ρουμάνων ηγετών της Σιδηράς Φρουράς, που σκοτώθηκαν την ίδια ημέρα, στις
13 Ιανουαρίου 1937, σε μάχη στην Majadahonda κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, πολεμώντας
με την πλευρά των εθνικιστών, είχε τεράστιο αντίκτυπο στον ρουμάνικο λαό. Το
τρένο που έφερνε τους δύο νεκρούς πέρασε από όλη τη χώρα και εκατοντάδες
χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε εκδηλώσεις τιμής σε πολλές πόλεις, τελώντας νεκρώσιμες
ακολουθίες σε αρκετούς ιερούς ναούς. Στο Βουκουρέστι, χιλιάδες νέοι
λεγεωνάριοι ντυμένοι με τα πράσινα πουκάμισά τους βάδισαν στους δρόμους της
πόλης. Το αποτέλεσμα των εκδηλώσεων αυτών ήταν ο αριθμός των μελών να τριπλασιαστεί
και το κόμμα της Σιδηράς Φρουράς, το "Totul Pentru Ţară" ("Όλα για την Πατρίδα"),
να έχει ένα απροσδόκητα υψηλό ποσοστό στις ρουμανικές γενικές εκλογές το 1937
(15,58%), καθιστώντας το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στη Ρουμανία.
Πολλοί Λεγεωνάριοι θεωρούσαν τον Mota ως ένα από τα «καλύτερα παραδείγματα»
εκπαιδευμένου Λεγεωνάριου, που πλησίαζε τον ιδανικό «νέο άνθρωπο» του
Κοντρεάνου. Ως εκ τούτου, η δράση του είχε μεγάλη επίδραση. Αρχειακές πηγές
αποκαλύπτουν ότι, μετά την τραγική κατάληξη της αποστολής, ο Κοντρεάνου κατηγορήθηκε
ότι στερείτο «βασικής πολιτικής κοινής λογικής», επειδή άφησε τους επτά ηγέτες
να πάνε σε μια εμπόλεμη ζώνη - μια κατηγορία που ο ίδιος αρνήθηκε με δάκρυα. Η υπόλοιπη
ομάδα αποτελούταν από άλλους σημαντικούς ηγέτες, καθιστώντας έτσι την αποστολή
συμβολική, ένα παράδειγμα για τι πρέπει να κάνει ο κάθε Λεγεωνάριος. Οι άλλοι
ηγέτες ήταν: ο μηχανικός Gheorghe Clime,
ο δικηγόρος Nicolae Totu,
ο ιερέας Ion Dumitrescu–Borsa, ο δικηγόρος και ο πρώην διπλωμάτης Alexandru Cantacuzino, ο οικονομολόγος Βanica Dobre και προστέθηκε την
τελευταία στιγμή, ο δικηγόρος Vasile Marin.
Όλοι κατέλαβαν σημαντικές θέσεις εντός της
Λεγεώνας.
Η ομάδα αναχώρησε για την Ισπανία στα τέλη Νοεμβρίου του
1936, ταξίδεψε με το τρένο μέσω Πολωνίας και Γερμανίας και στη συνέχεια
επιβιβάστηκε σε πλοίο από το Αμβούργο για τη Λισαβόνα επειδή η γαλλική (σοσιαλιστική) κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του (εβραϊκής καταγωγής) Leon Blum, αρνήθηκε να τους χορηγήσει βίζες. Σύμφωνα με τις εντολές του Κοντρεάνου, η
αποστολή έπρεπε να είναι συμβολική και αφότου θα έδιναν το σπαθί στον στρατηγό
Moscardo, οι Λεγεωνάριοι έπρεπε να ενταχθούν στις εθνικιστικές δυνάμεις - αλλά
όχι περισσότερο από ένα μήνα και χωρίς να βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Ωστόσο, επειδή ο Μota επέμενε, οι Λεγεωνάριοι αποφάσισαν να εγγραφούν ως
συνηθισμένοι στρατιώτες για να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Όλα έδειχναν ότι ο
Mota είχε
από πριν αποφασίσει να πολεμήσει. Πριν φύγει από τη Ρουμανία, άφησε μια διαθήκη
και μερικές άλλες επιστολές που δικαιολογούσαν την πράξη του και φανέρωναν την
πίστη του στον επικείμενο θάνατό του για την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης. Στις 13
Ιανουαρίου 1937, ενώ η ομάδα πολεμούσε στην Majadahonda της Μαδρίτης, ένα
θραύσμα σκότωσε τον Ion Mota και τον Vasile Marin.
Σύντομα η είδηση του θανάτου τους έφτασε στη Ρουμανία, όπου είχε τεράστιο
αντίκτυπο στην κοινή γνώμη.
Το τρένο ακολούθησε όχι τον ταχύτερο δρόμο, αλλά μια
διαδρομή που θα περνούσε από όλες σχεδόν τις ιστορικές επαρχίες της Ρουμανίας. Πέρασε
από την επαρχία Cernăuți, στην
Μπουκοβίνα, στην Μολδαβία και στη συνέχεια διέσχισε τα Καρπάθια Όρη στην
Τρανσυλβανία. Από εκεί, διασχίζοντας πάλι τα Καρπάθια, πέρασε από τη Βλαχία,
φτάνοντας τελικά στο Βουκουρέστι, το τελικό σημείο του ταξιδιού. Η διαδρομή της
αμαξοστοιχίας ήταν προφανώς συμβολική. Σχεδιάστηκε για να ενώσει την ρουμανική
επαρχία στο πένθος για τους δύο νεκρούς ηγέτες. Οι Λεγεωνάριοι θέλησαν ο λαός
να συμπάσχει με τον σκοπό για τον οποίον αγωνίστηκαν οι Mota και Marin, δηλαδή, την πάλη
μεταξύ του κομμουνιστικού αθεϊσμού και του Χριστιανισμού στην Ισπανία. Αυτό
εξηγεί την μεγάλη δημοτικότητα που γνώρισε η λεγεωναρική νεκρώσιμη παρέλαση, η
επιτυχία της οποίας αναγνωρίστηκε από εκθέσεις της μυστικής αστυνομίας. Οι
αρχές παρακολούθησαν πολύ προσεκτικά τα γεγονότα και ήταν έτοιμοι να παρέμβουν
σε περίπτωση που η κατάσταση γινόταν βίαιη. Οι αρχές κυκλοφόρησαν επίσης ένα
κωδικοποιημένο τηλεγράφημα με το οποίο προέτρεπαν τις τοπικές μονάδες
χωροφυλακής και αστυνομίας να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τον αριθμό των
λεγεωνάριων που βρίσκονταν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και αν φορούσαν
στολή, ενώ ζητούσαν επίσης πληροφορίες σχετικά με την παρουσία ιερέων,
στρατιωτικών ή τοπικών αρχόντων, αλλά και τις πολιτικές πεποιθήσεις των
παρευρισκομένων.
ΚΟ / Από το βιβλίο “Clerical Fascism in Interwar Europe”
Από την αρχή που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία τον
Ιούλιο του 1936, οι Ρουμάνοι εθνικιστές της Λεγεώνας είδαν σε αυτόν την
σύγκρουση μεταξύ δύο κόσμων. Του κομμουνιστικού αθεϊσμού και του Χριστιανισμού.
Για το Λεγεωνάριο, η θρησκεία ήταν ένας από τους κεντρικούς πυλώνες του
πολιτικού του οράματος. Ο Κοντρεάνου είχε δηλώσει ότι «ο τελικός στόχος δεν είναι η ζωή. Αλλά η Ανάσταση. Η ανάσταση των εθνών στο όνομα του Ιησού Χριστού του Σωτήρα». Αναμφισβήτητα, οι ειδήσεις σχετικά με την καταστροφή των εκκλησιών
και τις δολοφονίες ιερέων από τη πλευρά των «δημοκρατικών» ενίσχυαν αυτά τα
συναισθήματα. Για τους Λεγεωνάριους αυτή η σύγκρουση θεωρήθηκε πολύ σημαντική γιατί,
όπως είπε ο Ion Mota «αν ο Σταυρός πέσει στην Ισπανία, τα θεμέλιά του θα
κλονιστούν και στη Ρουμανία και αν κερδίσει σήμερα ο κομμουνισμός, θα έρθει εναντίον
μας αύριο».
Κινούμενοι από την ιδέα ενός αγώνα μεταξύ Καλού και Κακού, ο
Μota, ένας από τους πιο
δραστήριους και σεβαστούς ηγέτες των Λεγεωνάριων και δεξί χέρι του Κοντρεάνου,
πρότεινε μια ελίτ ομάδα Λεγεωνάριων να πάει στην Ισπανία και να δώσει ένα τιμητικό
δώρο στον στρατηγό Moscardo,
τον υπερασπιστή του Alcazar.
Το δώρο ήταν ένα σπαθί του Τολέδο που ανήκε στον στρατηγό Gheorghe Cantacuzino - Granizerul, (φώτο) ένα Λεγεωνάριο ηγέτη που θα ενεργούσε επίσης ως ηγέτης της
αποστολής (O Γκεόργκε Καντακούζινο - Γκρανιτσέρουλ / Γεώργιος Καντακουζηνός - να μην συγχέεται με τον πρίγκιπα πολιτικό και πρ. πρωθυπουργό Γεώργιο Καντακουζηνό- προερχόταν από την οικογένεια των Καντακουζηνών, παλιά οικογένεια Φαναριωτών πριγκίπων, τα μέλη της οποίας αποτελούν κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Κατακουζηνών, απόγονους του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό).
Alexandru Cantacuzino |
Τώρα η Λεγεώνα είχε στους νεκρούς της την απόδειξη του έργου
της για τη δημιουργία ενός «νέου ανθρώπου», ενός ανθρώπου που θα διασφάλιζε την
αναγέννηση της χώρας. Μέχρι τον θάνατο του Mota και του Marin, ο λόγος των Λεγεωνάριων για
αυτοθυσία και θέληση να δώσουν και την ζωή τους για ένα ιδανικό, ακουγόταν σε πολλούς ως
απλή ρητορική. Τώρα όμως οι νεκροί ήταν εκεί, ήταν οι «μάρτυρες» που αποδείκνυαν
την πίστη τους στην ιδεολογία τους. Τα σώματα εκτέθηκαν για να τα δουν όλοι και
μάλιστα το σημαντικό ήταν ότι η πομπή των δύο νεκρών και η μαζική προσέλευση του λαού επιτεύχθηκε παρά
την αντίθετη βούληση των αρχών, που ήθελαν να μειώσουν την κλίμακα της
εκδήλωσης. Αφού επιτράπηκε να περάσει το βαγόνι με τους δύο νεκρούς μέσα από τη
Γαλλία και το Βέλγιο, τα δύο φέρετρα έφτασαν στο Βερολίνο στις 6 Φεβρουαρίου
1937, όπου μέσα στο πλήθος υπήρχαν και ομάδες SS και SA, συμπεριλαμβανομένης μιας ομάδας από
την προσωπική φρουρά του Χίτλερ. Η αμαξοστοιχία συνέχισε τη διαδρομή της μέσω
της Πολωνίας και έφτασε στα σύνορα Πολωνίας-Ρουμανίας στις 9 Φεβρουαρίου.
Εν τω μεταξύ στη Ρουμανία, οι αντιδράσεις σχετικά με το
θάνατο των δύο νέων ηγετών άρχισαν να εντείνουν. Διάφορες ενώσεις (όπως, ο
Σύνδεσμος των Χριστιανών Γιατρών και η Ένωση Ρουμάνων Χριστιανών Δικηγόρων),
απέδωσαν φόρο τιμής στους νεκρούς, την ίδια ώρα που αριστερές εφημερίδες όπως η
Adevărul και η Diminea (που τότε και οι δυο είχαν εβραϊκής καταγωγής ιδιοκτήτες) προτιμούσαν να αγνοήσουν το γεγονός φοβούμενες την ενίσχυση των εθνικιστών. Την
ίδια ώρα φόρο τιμής στους δύο νεκρούς Λεγεωνάριους απέδωσαν και δεξιά κόμματα που
ήταν αντίπαλα της Σιδηράς Φρουράς, ενώ ο γνωστός ιστορικός Nicolae Iorga έγραψε
ένα άρθρο για τους «γενναίους» Mota και
Marin, όπου εξυμνούσε τον
αγώνα που έδωσαν για την Χριστιανική πίστη και για την τιμή του λαού τους, αν
και στην συνέχεια καταδίκασε το γεγονός ότι κάποιοι νεαροί εθνικιστές, στην
κηδεία, εμφανίστηκαν με την σβάστικα, ένα σύμβολο που θεωρούσε ότι είναι
παγανιστικό.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1937, όταν το τρένο σταμάτησε στον
κεντρικό σιδηρόδρομο της Μολδαβίας, τεράστια πλήθη πραγματοποίησαν θρησκευτική
τελετή για τους δύο νεκρούς. Στο Pascani, ένα πλήθος πάνω από 5.000 ανθρώπους που στην πλειοψηφία
τους ήταν αγρότες έπεσε στα γόνατα, όταν είδε το τρένο με τους νεκρούς. Στο Bacau, μια μεγάλη πόλη της
Μολδαβίας, η πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού και τα περίχωρα ήταν γεμάτα
με ανθρώπους και οι σημαίες ήταν μεσίστιες. Μύρο και θυμίαμα είχαν γεμίσει την
ατμόσφαιρα. Όταν έφτασε το τρένο στο σταθμό 30 ιερείς εκτέλεσαν θρησκευτική
λειτουργία. Στην Τρανσυλβανία, η πιο σημαντική στάση ήταν στο Κλουζ, στις 10
Φεβρουαρίου. Εδώ, σημαντικοί πολιτικοί και διανοούμενοι ήταν παρόντες στο
σιδηροδρομικό σταθμό, ενώ την λειτουργία εδώ την τέλεσε ο τοπικός επίσκοπος.
Στο Κλουζ η παρουσία των κληρικών ήταν εντυπωσιακή. Μάλιστα, παρευρίσκονταν
επίσημοι εκπρόσωποι της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και της
ελληνο-καθολικής (ουνίτικης) εκκλησίας. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό ήταν το γεγονός ότι
οι δύο ιεράρχες στις ομιλίες τους έκαναν εγκωμιαστικές αναφορές για τους δύο
ηγέτες, ενώ ο επίσκοπος Colan εξήρε τον αγώνα τους ενάντια σε αυτό που
αποκάλεσε «κόκκινη τρέλα» και δήλωσε ότι «βλέποντας την θυσία τους, ο Θεός δεν
τους άφησε φυλακισμένους στους εχθρούς και οι ψυχές τους έφτασαν στο Ουράνια».
Μετά το Κλουζ, το τρένο επίσης σταμάτησε στην Orastie, τη μικρή πόλη της
Τρανσυλβανίας στην οποία γεννήθηκε ο Ion Mota. Εδώ, η δημόσια έκθεση τους ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο Mota ήταν
γιος της πόλης και ο πατέρας του, που ήταν ορθόδοξος ιερέας, ήταν μια
αξιοσέβαστη δημόσια προσωπικότητα μεταξύ της τοπικής κοινότητας. Στο Sibiu, μια άλλη σημαντική
περιοχή της Τρανσυλβανίας, 32 ιερείς συμμετείχαν στην λειτουργία.
Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1937, το τραίνο έφτασε στον Σιδηροδρομικό
Σταθμό του Βουκουρεστίου. Εδώ, έλαβε χώρα η εντυπωσιακή πομπή. Οι Λεγεωνάριοι
ανέλαβαν την αποκλειστική ευθύνη για την οργάνωση της κηδείας. Χιλιάδες
Λεγεωνάριοι ντυμένοι με στολές (αν και οι αρχές είχαν απαγορεύσει την εμφάνιση με στολή σε δημόσιους χώρους) συνάντησαν τα δύο φέρετρα. Μαζί τους παρευρίσκονταν
δεκάδες χιλιάδες λαού. Το προσωπικό των διπλωματικών αποστολών από την Ιταλία,
τη Γερμανία και την Ιταλία και την Εθνικιστική Ισπανία, ομάδες Ιταλών Φασιστών
και Γερμανών Εθνικοσοσιαλιστών από το Βουκουρέστι, πολυάριθμοι Ρουμάνοι πολιτικοί,
καθηγητές πανεπιστημίων, φοιτητές, αξιωματικοί και πρώην σύντροφοι των νεκρών
λεγεωνάριων από το φοιτητικό κίνημα ήταν επίσης εκεί.
Μετά από μια σύντομη θρησκευτική λειτουργία, στάθηκαν μπροστά
στα δύο φέρετρα Λεγεωναροί και έδωσαν τον «Όρκο του Ion Mota και του Vasile Marin»,
που συνέταξε ο ίδιος ο Κοντρεάνου. Όλοι οι Λεγεωνάριοι που ήταν παρόντες
Έδωσαν τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού, ενώπιον
της ιερής σας θυσίας, για τον Χριστό και τη Λεγεώνα, να μην επιδιώξω καμία επίγεια
ευτυχία και καμία ανθρώπινη αγάπη, για χάρη της ανάστασης του λαού μου και να
είμαι έτοιμος για τον θάνατο κάθε στιγμή!»
Μετά τον όρκο, η πομπή πορεύτηκε μέχρι την εκκλησία «Sfântul Ilie Gorgani», με δύο Λεγεωνάριους
επικεφαλής που έφεραν τους σταυρούς των δύο νεκρών ηγετών, ενώ πίσω τους ακολουθούσε
ένα απίστευτα μεγάλος πλήθος. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός
ιερέων (πηγές αναφέρουν για 200 έως και 400 ιερείς).
Η ταφή έγινε
στις 13 Φεβρουαρίου 1937. Ο Κοντρεάνου αποφάσισε ότι οι δύο ηγέτες θα πρέπει να
θαφτούν κοντά στον «Πράσινο Οίκο», την έδρα του κινήματος, προκειμένου να
αποτελέσουν έμπνευση για τους μελλοντικούς Λεγεωνάριους. Δημιουργήθηκε ένα μικρό μαυσωλείο ως ο τελευταίος
τόπος αναπαύσεως των Mota και Marin.
Το αποκορύφωμα της τελετής ήταν όταν ο Prat y Soutzo, ο ανώτατος διπλωματικός
εκπρόσωπος της Ισπανίας του Franco,
φώναξε τα ονόματά τους και όλοι με δυνατή φωνή απάντησαν «Present!» ("Παρών").
Η όλη τελετή είχε πολύ ισχυρό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη. Ο εθνικιστικός
Τύπος συνέχισε να τονίζει την γενναιότητα των δύο Λεγεωνάριων, απεικονίζοντάς τους
ως μάρτυρες και μαχητές για τον Χριστιανισμό. Έτσι, ο δημοσιογράφος και πολιτικός
Mihail
Manoilescu συνέκρινε τον Mota (φώτο) με τον Λόρδο Βύρωνα, ενώ άλλοι με τον
Λαφαγιέτ και τον Garibaldi,
ενώ ο πανεπιστημιακός καθηγητής Dragos Protopopescu έφτασε στο σημείο να τους αποκαλέσει «δύο Ρουμάνους
συγχρόνους του Ιησού».
Η κηδεία θεωρήθηκε ωφέλιμη για την πόλη του Βουκουρεστίου. Οι
εθνικιστές θεωρούσαν στο παρελθόν το Βουκουρέστι ως μια «ανατολικοποιημένη»,
βρώμικη πόλη, χωρίς πνευματικότητα. Οι κηδείες του Mota και Marin έδωσαν πνευματικότητα στην πόλη, ειδικά λόγω της πρωτοφανούς αίσθησης της
πειθαρχίας. Επιπλέον, η συντριπτική παρουσία κληρικών από διάφορες βαθμίδες αποτέλεσε
παράδειγμα του στενού συνδέσμου μεταξύ της Σιδηράς Φρουράς και του Ορθοδόξου
κλήρου που απείθησε στην επίσημη γραμμή της ορθόδοξης ιεραρχίας, ειδικά εκείνης
που επέβαλε ο Πατριάρχης Miron Cristea.
Ήταν ξεκάθαρο πως η δημοτικότητα που απολάμβανε η Σιδηρά Φρουρά μεταξύ των
ορθοδόξων ιερέων ήταν αυθεντική.
Μετά το Φεβρουάριο του 1937, η κοινή γνώμη, καθώς και οι
Ρουμάνοι αξιωματούχοι, συνειδητοποίησαν την αλματώδη αύξηση της επιρροής της Λεγεώνας.
Ενώ τον Ιανουάριο του 1937, η Λεγεώνα είχε 96.000 μέλη, μέχρι το τέλος του
έτους ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 272.000. Αυτή η αύξηση είχε την προέλευσή
της στην εποχή που ακολούθησε την κηδεία των Mota και Marin. Οι βουλευτικές εκλογές
του Δεκεμβρίου του 1937 επιβεβαίωσαν ότι η Λεγεώνα ήταν σε ανοδική τροχιά:
κατάφερε να κερδίσει το 15% των ψήφων και να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη
στη Ρουμανία.
Τελετή μπροστά στο Μνημείο των Mota - Marin |
1 σχόλιο:
Clerical Fascism in Interwar Europe (Totalitarianism Movements and Political Religions),
Τί εἴδους βιβλίο εἶναι αὐτό;
Τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι οἱ ἐπιμελητές;
Δημοσίευση σχολίου