Η ταπεινωτική παράδοση της αυτονομίας της ελληνικής οικονομίας, έλαβε χώρα τη περασμένη Παρασκευή 23 Απριλίου του 2010.
Ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου παρέδωσε σε μη εκλεγμένα στελέχη των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, την εξουσία να καθορίζουν την ελληνική δημοσιονομική πολιτική. Με άλλα λόγια, να αποφασίζουν για τη φορολόγηση, και για το πώς θα διανέμονται τα φορολογικά έσοδα.
Το 1765, κάτοικοι της Βοστόνης όπως ο James Otis και ο Samuel Adams θεωρούσαν τη φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο, ως μια μορφή τυραννίας.
Σήμερα, ένα έθνος που κάποτε αποτέλεσε την κοιτίδα της δυτικού τύπου δημοκρατίας, θα κυβερνάται από μακρινούς, αόρατους και χωρίς καμιά μορφή ελέγχου τους, αξιωματούχους. Όταν το 1992 οι τότε ηγέτες της Ελλάδος αποφάσιζαν την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, και έστηναν μια νομισματική ένωση, παρέδωσαν τους ισχυρούς μοχλούς πίεσης που διέθεταν για να διοικούν την οικονομία τους, στους τραπεζίτες της ΕΕ.
Πρώτα, απεμπόλησαν την εξουσία του να καθορίζουν την αξία του ελληνικού νομίσματος. Την ισοτιμία του. Από την 1/1/99, η αξία αυτή ορίζεται από τραπεζίτες και τεχνοκράτες που εδρεύουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ((ECB) στη Φρανκφούρτη.
Αρχικά υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα με την εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Μειώθηκαν τα κόστη των διασυνοριακών συναλλαγών, οι οικονομικές αγορές έγιναν πιο ρευστές, και επιτράπηκε στις μεγάλες τράπεζες να παρέχουν μια μεγάλη επιλογή από τραπεζικές υπηρεσίες τόσο στους Έλληνες όσο και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Όμως στο τέλος τέλος, οι Έλληνες πολίτες κέρδισαν πολύ λιγότερα από ότι κέρδισαν τα τραπεζικά συμφέροντα. Η ΕΕ και η ECB έκλεισαν τα μάτια στους τρόπους με τους οποίους τράπεζες όπως η γερμανική ΙΚΒ τζογάριζαν σε ξένες αγορές, αγοράζοντας προϊόντα όπως αυτά της Goldman Sachs. Υπό το βλέμμα της ECB, οι τραπεζίτες της Ευρώπης χαλάρωσαν τις πολιτικές δανεισμού, και οι τράπεζες τους αναπτύχθηκαν σε σημείο του να είναι πλέον πολύ μεγάλες για να αποτύχουν.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έπαιζε σπουδαίο ρόλο μέχρι που εμφανίστηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η ECB αναγκάστηκε να επέμβει προκειμένου να σώσει τις ιδιωτικές τράπεζες με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ πιστωτικής στήριξης.
Πίσω στην Ελλάδα, η παράδοση του ελέγχου της αξίας του νομίσματος, έκανε αδύνατη οποιαδήποτε παρέμβαση του υπουργείου Οικονομικών να ανταποκριθεί μέσω υποτίμησης του νομίσματος. Όχι όμως στη Βρετανία, η οποία παρέμεινε μέλος της ΕΕ, καθώς η κυβέρνησή της ήταν αρκετά σοφή ώστε να μην ενταχθεί στη ευρωζώνη το 1999. Έτσι οι Βρετανοί, όπως και οι Αμερικανοί, απολαμβάνουν μια σχετική αυτονομία. Και οι δύο χώρες αντέδρασαν στη παγκόσμια κρίση αρνούμενες να επέμβουν όσο η αξία των νομισμάτων τους έπεφτε. Αυτό έκανε τις εξαγωγές τους πιο ανταγωνιστικές, και δημιούργησε εμπόδια για τις εισαγωγές. Το αποτέλεσμα ήταν, να επαναπροσδιορισθούν οι οικονομίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ.
Κάτι τέτοιο δεν έγινε με τους Έλληνες. Αυτοί χρειάστηκε να υιοθετήσουν και να προσαρμοστούν σε συναλλαγματικές ισοτιμίες που ταιριάζουν περισσότερο στις ανάγκες και στις προσμονές της γερμανικής οικονομίας. Όμως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Εντασσόμενη στο ευρώ, η Ελλάδα απεμπόλησε και το δικαίωμα της κεντρικής της τράπεζας να καθορίζει το πλέον ταιριαστό για τα δεδομένα της χώρας επίπεδο επιτοκίων. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στη Βρετανία και στην Αμερική, όπου οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν τη δύναμη να ορίζουν το βασικό επιτόκιο και να επηρεάζουν έτσι και άλλους δείκτες.
Για την Ελλάδα, το κόστος δανεισμού ορίζεται από την ECB στη Φρανκφούρτη, σε τιμές που είναι πιο κατάλληλες για τη Γερμανία παρά για την Ελλάδα, μιας και η πρώτη θεωρείται ως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σαν αποτέλεσμα, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν εδώ και μια δεκαετία, επιτόκια που παραήταν πολύ χαμηλά για το καλό της Ελλάδας. Τα χαμηλά επιτόκια με τη σειρά τους, ενθάρρυναν αχαλίνωτο δανεισμό εκ μέρους των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης. Ο αχαλίνωτος αυτός δανεισμός βοηθήθηκε περαιτέρω και από την άρση των εμποδίων στη κίνηση κεφαλαίων εντός της ευρωζώνης, έτσι ώστε οι Έλληνες να μπορούν για παράδειγμα να δανείζονται από γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, όπως και από τις ελληνικές.
Την ίδια ώρα, η ΕΕ έκανε πως δεν βλέπει, καθώς η ελληνική κυβέρνηση συνεργάζονταν με την Goldman Sachs, προκειμένου να «ομολογοποιήσει» το δημόσιο χρέος και να μεταμφιέσει το μέγεθος του αυξημένου της ελλείμματος. Όσο ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας πλούτιζε με αυτή τη κατάσταση, η ECB και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας έκαναν τα στραβά μάτια. Όταν όμως ο τομέας αυτός κατέρρευσε, η Ελλάδα χτυπήθηκε άσχημα. Η οικονομική διαχείριση της ήταν αδύναμη, και μερικές φορές παραπλανητική. Ο δε παραγωγικός και γενικά ο ιδιωτικός τομέας της χώρας ήταν μη ανταγωνιστικοί, κυρίως λόγω των περιορισμών του ευρώ. Το δημόσιο χρέος φούσκωσε, και πολύ σύντομα η Ελλάδα χρειάζονταν δάνεια για να καλύψει το έλλειμμα. Αυτή η τρωτότητα, σε συνδυασμό με την ανοιχτή φύση της ελληνικής οικονομίας, μετέτρεψε το κράτος σε εύκολο στόχο για κερδοσκόπους των παγκόσμιων χρηματικών αγορών.
Τη περασμένη Παρασκευή, αντί να κηρύξει παύση πληρωμών, ο Έλληνας πρωθυπουργός παρέδωσε τον έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας του στην ΕΕ και στο ΔΝΤ. Ενέδωσε στις απαιτήσεις τους.
Σήμερα λοιπόν, η Ελλάδα ζει υπό ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό της Βοστόνης του 1765, που όμως οι Βοστονέζοι θεωρούσαν ως τυραννία.
Αν και σημειώθηκαν κάποιες διαμαρτυρίες και αναταραχές, δεν έχει γίνει γνωστό το αν η Ελλάδα έχει κάποιο αντίστοιχο περιστατικό με αυτό του Boston Tea Party. Και δεν είναι ακόμη γνωστό αν οι Έλληνες μαζί με τους Ιρλανδούς, τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς, των οποίων η αυτονομία επίσης απειλείται, θα πολεμήσουν για την ανεξαρτησία τους όπως έκαναν κάποτε οι κάτοικοι της Βοστόνης.
Θα περιμένουμε να δούμε. Όπως έχει δείξει η ιστορία, ο αγώνας για ανεξαρτησία είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση.
1 σχόλιο:
Από το "Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες", πώς καταντήσαμε σήμερα...
Θλίψη, πολύ θλίψη !
Δημοσίευση σχολίου