Ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου (Antapokritis)
Τους παρατούν στην έρημο με μία μόνο συμβουλή: να μην πάρουν ποτέ το δρόμο που οδηγεί στο Κολοράντο Σίτι, στα σπλάχνα της κόκκινης γης. Είναι αμούστακα αγόρια. Στα μάτια όμως του «προφήτη» στην πολυγαμική κοινωνία των Φονταμενταλιστών Μορμόνων είναι ο «ανταγωνισμός». Τα εξορίζουν για να περισσέψουν περισσότερες γυναίκες στους πρεσβύτερους. Στην Αμερική τα ονομάζουν «lost boys». Για τις οικογένειές τους όμως είναι ήδη νεκροί. «Αμαρτωλοί» που θα καίγονται αιώνια στην κόλαση.
Όταν γυρνούσε το κλειδί στη μίζα ήξερε ότι ο δρόμος που θα έπαιρνε δεν είχε γυρισμό. Ήταν μια νύχτα του 2005 όταν ο Στίβεν Μπέιτμαν (Steven Bateman) μάζεψε μια σακούλα με ρούχα, πήρε την αγαπημένη του Ανν Μακ και το σκάσαν από το Κολοράντο Σίτι. Δύο νέοι, ερωτευμένοι, κυνηγημένοι, φοβισμένοι.
Ο Στίβεν Μπέιτμαν ανήκει στα «Χαμένα Αγόρια». Τον εξόρισαν από το Κολάροντο Σίτι γιατί δεν ακολούθησε τους κανόνες μιας αίρεσης. Φωτογραφία: Γιάννης Παπαδόπουλος
Ο Μπέιτμαν δεν είχε άλλη λύση. Ο πατέρας του τον είχε καταδώσει στον επίσκοπο της κοινότητας. Η αμαρτία του νέου ήταν ότι είχε κάνει σχέση με μια κοπέλα. Της είχε μιλήσει, της είχε κρατήσει το χέρι, είχε τολμήσει ακόμα και να την φιλήσει. Η τιμωρία του ήταν δεδομένη: εξορία. Οι γονείς του δε θα του μιλούσαν ξανά. Θα έκοβαν το πρόσωπό του από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Θα τον θεωρούσαν νεκρό.
Για χρόνια ο Μπέιτμαν έβλεπε αγόρια να διώκονται από την πόλη του για παρόμοιους λόγους. Οι κανόνες στην κοινωνία των Φονταμενταλιστών Μορμόνων ήταν αυστηροί και έπρεπε να μένουν απαράβατοι. Εδώ δεν χωρούσαν επαναστάσεις.
Η αίρεση των Φονταμενταλιστών, που αποσπάστηκε από την επίσημη εκκλησία των Μορμόνων το 1890, στηρίζεται σε πυλώνες ρατσισμού, πουριτανισμού και θρησκοληψίας. Έχει περίπου 10.000 μέλη και θεωρεί τους μαύρους κατώτερη φυλή. Απαγορεύει τις σχέσεις μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Στα ραδιόφωνα επιτρέπει μόνο θρησκευτικούς ύμνους και έχει εξαφανίσει τηλεοράσεις και εφημερίδες από κάθε σπιτικό. Ο αρχηγός της κοινότητας, ο «προφήτης», αποφασίζει ποιος θα παντρευτεί ποια, πότε τα παιδιά θα σταματήσουν το σχολείο και τι επάγγελμα θα κάνουν. Ενώ για να πάει ένας άντρας στον παράδεισο πρέπει να έχει τουλάχιστον τρεις γυναίκες.
Τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να φορούν ολόσωμες σκελέες κάτω από τα ρούχα τους. Με αυτές κάνουν μπάνιο και αθλούνται. Αγόρια -ακόμα και 14 ετών- έχουν εξοριστεί από την κοινότητα γιατί έβαλαν κοντομάνικες μπλούζες, γιατί άκουγαν συγκροτήματα όπως τους Aqua ή γιατί μιλούσαν σε κορίτσια.
Ακόμα κι αν σκεφτούν ένα κορίτσι ερωτικά θα παν στην κόλαση, τους λένε οι μεγαλύτεροι. Στα 15 του ο Μπέιτμαν νόμιζε ότι θα πεθάνει. Είχε ποθήσει μια γειτόνισσά του. Μόλις κατάλαβε το σφάλμα του κρύφτηκε σε μια γωνιά και μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέχρι να βρεθεί στα Τάρταρα. Πέρασαν λεπτά, ώρες, αλλά οι πύλες της κολάσεως δεν άνοιξαν.
Τρία χρόνια μετά, η απόδραση από το Κολοράντο Σίτι ήταν μονόδρομος. Έπρεπε να ρισκάρει. Μαζί με την Ανν. Αλλιώς δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Κρύφτηκαν στο Σολτ Λέικ Σίτι, την πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα. Τους κυνήγησαν. Και σε τρεις μέρες τους έπιασαν. Δε νοιάζονταν για τον Μπέιτμαν. Ήθελαν μόνο το κορίτσι. Μια ακόμη υποψήφια νύφη στην πολυγαμική κοινωνία τους.
Περίπου 1.000 αγόρια εξορίστηκαν από την κοινότητα των Φονταμενταλιστών Μορμόνων τα τελευταία επτά χρόνια. Κάποια τα παράτησαν στην έρημο, χωρίς χρήματα ή εφόδια. Άλλα τα άφησαν σε γειτονικές πόλεις να επιβιώσουν μόνα τους. Οι προφάσεις για τις εξορίες ήταν λίγο πολύ οι ίδιες: αμαρτήματα που θα τους οδηγούσαν στην κόλαση. Η πραγματική αιτία όμως ήταν άλλη: όσο λιγότερα αγόρια τόσο περισσότερα κορίτσια για τους πρεσβύτερους της κοινότητας.
Συναντώ τον Μπέιτμαν μια βροχερή μέρα στο Σολτ Λέικ Σίτι. Τα σύννεφα έχουν κατέβει τόσο χαμηλά που δύσκολα διακρίνεις τα βουνά που περικυκλώνουν τη Γιούτα. Στα 23 του χρόνια σήμερα, ο Μπέιτμαν δουλεύει ως μηχανικός. Φοράει κοντομάνικο, έχει ροδαλά μάγουλα, ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Τα χέρια του είναι σκληρά, σαν κι αυτά ενός εργάτη. Έχει αφήσει μούσι- σημάδι επανάστασης και ρίξης με τον καθωσπρεπισμό του παρελθόντος του.
«Φεύγοντας από την κοινότητα δεν ξέρεις πώς να ονειρευτείς», λέει. «Εκεί οι νέοι μεγαλώνουν με στόχο τα χωράφια και το γάμο. Όταν βλέπεις τον πραγματικό κόσμο τα χάνεις. Δεν ξέρεις ποιος είσαι. Ο μόνος φόβος μου τώρα είναι να τους αποδείξω ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου. Θέλω να πετύχω κι ας με λογαριάζουν για νεκρό».
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Το Κολοράντο Σίτι βρίσκεται στα σύνορα της Γιούτα με την Αριζόνα, 530 χιλιόμετρα μακριά από το Σολτ Λέικ Σίτι και μόλις μιάμισι ώρα δρόμο από τους πύρινους όγκους του Γκραντ Κάνιον. Η διαδρομή προς την κοινότητα του Μπέιτμαν ξεκινά με ατελείωτες ευθείες και καταλήγει σε φιδίσια δρομάκια στις πλαγιές γυμνών βουνών. Το μέρος δεν υπάρχει πουθενά στο χάρτη. Ούτε καν οι ντόπιοι στις γύρω περιοχές το ξέρουν. Μια πόλη φάντασμα.
Το Κολοράντο Σίτι είναι μια πόλη φάντασμα, στη μέση του πουθενά. Φωτογραφία: Γιάννης Παπαδόπουλος
Διασχίζω ένα ποτάμι που ονομάζεται «Virgin» («Παρθένο»), οικισμούς με ξύλινα σπίτια και εμπορικά κέντρα έξω από τα οποία κυματίζουν αμερικανικές σημαίες μήκους πέντε μέτρων. Μόλις φτάνω στο Κολοράντο Σίτι νιώθω ήδη παρίσακτος. Το Hyundai που νοίκιασα αγκομαχά σε δρόμους με παρκαρισμένα τζιπ και αγροτικά-θωρηκτά τεσσάρων χιλιάδων κυβικών.
Ο αέρας μυρίζει λίπασμα. Και όποτε φυσάει νιώθω στα χείλη και τα μάτια μου τους κόκκους από το κοκκινόχωμα των χωματόδρομων. Τα περισσότερα σπίτια είναι μεγάλα -για να στεγάσουν οικογένειες με 20 και 30 παιδιά. Και σχεδόν όλα καλύπτονται από φράχτες ή τοίχους δύο και τριών μέτρων.
Από τα γύρω παράθυρα παραμερίζουν κουρτίνες. Νιώθω βλέμματα να με εξετάζουν από παντού. Βλέπω μια παρέα παιδιών. Αγόρια -όλα ξανθά- ξυπόλητα και κορίτσια με μακριά φορέματα που φουσκώνουν στους ώμους. Πάω να τους μιλήσω και εξαφανίζονται πίσω από φράχτες σαν τρομαγμένα γατάκια. Στο βάθος ένας άντρας κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο με φωτογραφίζει. Πριν προλάβω να του ζητήσω το λόγο σταματάει δίπλα μου το τζιπ του σερίφη. Δεν έχουν περάσει ούτε πέντε λεπτά που είμαι εδώ…
«Δε θέλουμε φασαρίες», μου λέει ο σερίφης Κέρτις Κουκ. Κόκκινα μαλλιά και μάγουλα και ένα λαμπερό αστέρι στο πέτο. «Ο κόσμος είναι ανήσυχος που τριγυρίζεις εδώ. Απλά ήρθα για να σου πω να προσέχεις…»
Ακόμα και η αστυνομία εδώ λειτουργεί υπό τις εντολές της αίρεσης. Αρχηγός όλων είναι ο Γουόρεν Τζέφς, ο «προφήτης» που πιστεύεται ότι μιλάει κάθε νύχτα απευθείας με το Θεό. Ο Τζεφς ανέλαβε το πόστο του από τον πατέρα του, Ρούλον, μετά το θάνατό του. Εκτιμάται ότι έχει τουλάχιστον 56 παιδιά και 40 γυναίκες. Σήμερα βρίσκεται σε φυλακή στη Γιούτα. Έχει καταδικαστεί σε δέκα χρόνια έως ισόβια γιατί επέτρεψε σε ενήλικες άντρες της κοινότητάς του να παντρευτούν ανήλικα κορίτσια (ηλικίας 13-14 ετών). Συχνά οι γάμοι γίνονται μεταξύ συγγενών. Ο πατέρας παντρεύει την ανήλική του κόρη με έναν από τους θείους της. Το αποτέλεσμα είναι τερατογεννέσεις ή πολλές αποτυχημένες εγκυμοσύνες.
Η πολυγαμία είναι παράνομη στην πολιτεία της Γιούτα. Όμως οι Φονταμενταλιστές καταφέρνουν να ξεγελούν το νόμο. Είναι παντρεμένοι επίσημα μόνο με μία από τις γυναίκες τους. Όλες οι υπόλοιπες τελετές είναι θρησκευτικές και δεν καταγράφονται πουθενά. Έτσι στα μάτια της δικαιοσύνης έχουν μόνο μία σύζυγο. Οι υπόλοιπες γυναίκες θεωρούνται ανύπαντρες μητέρες και εισπράτουν βοηθήματα από την πρόνοια. Συνολικά κάθε χρόνο το Κολοράντο Σίτι λαμβάνει έξι εκατομμύρια δολάρια σε βοηθήματα. Χρήματα που καταλήγουν στις τσέπες της εκκλησίας.
Παρά τον εγκλεισμό του στη φυλακή, λέγεται ότι ο “προφήτης” συνεχίζει να κινεί τα νήματα στο Κολοράντο Σίτι. Σύμφωνα με τους κανόνες που έχει θέσει, κάθε άντρας πρέπει να δίνει κάθε μήνα στην εκκλησία τα πρώτα 1.000 δολάρια του μισθού του. Τα χρήματα που περισσεύουν είναι ελάχιστα γι’ αυτό και οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν στα χρέη. Ο Τζεφς αποφασίζει πού θα μείνει κάθε οικογένεια, ποιος θα γίνει γιατρός, δικηγόρος, ή δάσκαλος. Είναι αυτός που διαλέγει τις νύφες και που εξορίζει τα νεαρά αγόρια από τον οικισμό. Και έχει πείσει τους πάντες στο Κολοράντο Σίτι ότι είναι αθάνατος.
Ο φόβος του θανάτου έγινε στα χέρια του Τζεφς τέλειο εργαλείο προπαγάνδας. Στερώντας την εκπαίδευση στα παιδιά δημιούργησε ένα ποίμνιο που τον ακολουθεί με δέος και πιστεύει κάθε του λέξη. Το 2000 σύμφωνα με τον Τζεφς θα σηματοδοτούσε το τέλος του κόσμου. Οι κάτοκοι του Κολοράντο Σίτι όμως ήταν σίγουροι ότι θα σωθούν γιατί είναι οι εκλεκτοί του Θεού. Πίστευαν ότι όταν έρθει η ώρα της κρίσης θα ανυψωθούν όλοι στον ουρανό με σάρκα και οστά και θα παρακολουθήσουν από ψηλά τη γη να φλέγεται. Έπειτα ο Θεός θα τους έστελνε και πάλι στη γη για να την κυβερνήσουν.
Το 2000 πέρασε και η καταστροφή δεν ήρθε. «Κάποιος από εσάς αμάρτησε γι’ αυτό ο Θεός δεν θέλησε να μας σώσει τώρα. Θα πρέπει να πιστέψουμε περισσότερο», ήταν η εξήγηση που έδωσε ο Τζεφς στους πιστούς.
Η κουλτούρα του φόβου δεν δυσκόλεψε τον Τζεφς να πείσει τους ακόλουθούς του για την ανωτερότητά τους. Στην παράγραφο 132 του ιερού τους βιβλίου χαρακτηρίζουν την επίσημη εκκλησία των Μορμόνων ως την «πιο αμαρτωλή πουτάνα σε όλη τη Γη». Αρνούνται να πληρώσουν φόρους στο κράτος και δεν πιστεύουν στις πιστωτικές κάρτες. Γι’ αυτό και στην πόλη τους δεν βλέπεις συμβατικές τράπεζες. Παρά μόνο ένα δικό τους κατάστημα, την Τράπεζα του Εφραίμ (κάτι ξέρουν αυτοί από ονόματα…)
Ο μόνος χώρος συγκέντρωσης των κατοίκων στο Κολοράντο Σίτι είναι το τοπικό μαγειρίο. Στα παράθυρα έχει μισάνοιχτες γρύλιες και στην είσοδο μια πινακίδα γράφει: «Έχουμε το δικαίωμα να μη σερβίρουμε όποιον δε συμπαθούμε». Οι σόλες μου κολάνε στον ξεθωριασμένο μουσαμά που καλύπτει το πάτωμα. Στο άλλο μισό του μαγειρίου τα πόδια των τραπεζιών ακουμπούν σε μια γκρίζα μοκέτα. Εκεί κάθονται παρέες γυναικών και γευματίζουν. Τα μαλλιά τους σχηματίζουν ένα φουσκωτό λοφίο πάνω από τα μέτωπά τους και καταλήγουν σε προσεγμένες πλεξούδες. Τα φορέματά τους κλείνουν ασφυκτικά στο λαιμό και φιλάνε τα παπούτσια τους. Αξεσουάρ ή κοσμήματα ούτε για δείγμα. Μόνο το χρώμα των φουστανιών αλλάζει. Ροζ, καφέ, πράσινο, μπλε.
Κάθομαι σε μια από τις ξεφτισμένες ροζ καρέκλες και δε βγάζω το μπουφάν μου. Φοράω κοντομάνικο από μέσα και δε θέλω να προκαλέσω με τη… γύμνια μου. Μαζί με το φαγητό οι μαγείρισσες μοιράζουν στιχάκια από τα ιερά βιβλία των Φονταμενταλιστών. Το ρητό της ημέρας είναι: «Άσε το Άγιο Πνεύμα να σε οδηγήσει».
Στο γειτονικό σουπερμάρκετ ρωτάω τον μάνατζερ, Ρόι Μπλακ, για τα «χαμένα αγόρια». «Προτιμώ να μη μιλήσω γι’ αυτό το θέμα», λέει ο Μπλακ, ένας 25άρης με φακίδες στο πρόσωπο και σκασμένα χείλια. Την απάντηση θα την πάρω αργότερα στο δημαρχείο, από τον Ντέιβιντ Ντράγκερ που μου συστήνεται ως ο μάνατζερ της πόλης.
«Κανείς δεν έδιωξε αυτά τα παιδιά από εδώ», λέει ο Ντράγκερ, ένας άντρας κοντά στα 40, με χωρίστρα και γλυμμένο μαλλί. «Έφυγαν μόνα τους. Θα ήθελαν μάλλον να δοκιμάσουν ναρκωτικά και επειδή εδώ είμαστε ειρηνική κοινωνία δεν είχαν άλλη επιλογή».
Η ΕΞΟΡΙΑ
Ο Καρλ Ριμ είναι ένα από τα αγόρια που το έσκασαν από το Κολοράντο Σίτι. Όχι για να δοκιμάσει ναρκωτικά. Αλλά γιατί, όπως λέει, ήθελε να ξεφύγει από ένα «αρρωστημένο περιβάλλον». «Έφυγα στα 14 μου», λέει. «Είχα κι άλλα αδέρφια που το είχαν σκάσει. Η ζωή πια είχε γίνει ανυπόφορη. Θυμάμαι ότι έκρυβα στους τοίχους ένα CD με κάντρι μουσική. Αν το έβρισκαν θα με εξόριζαν».
Ο Ριμ έχει 24 αδέρφια. Ζούσε μαζί τους σε ένα σπίτι με 10 κρεβατοκάμαρες. Δεν τα έχει δει τα τελευταία επτά χρόνια. Μόλις το έσκασε πέρασε λίγο καιρό στο Άινταχο και έζησε στα σύνορα ΗΠΑ και Καναδά για να ξεφύγει σε άλλη χώρα σε περίπτωση που τον ψάξουν. Σήμερα, στα 21 του, ζει και εργάζεται ως μηχανικός στο Σολτ Λέικ Σίτι. Έχει σταχένια μαλλιά, στρατιωτικό κούρεμα και σιδεράκια στα δόντια. Χαμογελά συχνά, αλλά δε διστάζει να μιλήσει με λόγια σκληρά.
«Νιώθω ότι με έχουν προδώσει οι γονείς μου», λέει. «Και σκέφτομαι τα αδέρφια μου. Θέλω να τα βοηθήσω να ξεφύγουν, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Δεν κάνει να επιστρέψω».
Τα «χαμένα αγόρια» δεν είναι τελείως μόνα όταν εξορίζονται από την κοινότητά τους. Η Σάνον Πράις αναλαμβάνει να τα βοηθήσει στην οργάνωση «Χαμόγελα για Διαφορετικότητα». Μέσα σε έξι χρόνια έχει στηρίξει 350 παιδιά. Τα στέλνει σε σχολεία και πανεπιστήμια ή τους βρίσκει στέγη και δουλειά. Έχει συγγενείς η ίδια στο Κολοράντο Σίτι. «Δε μου μιλούν», λέει. «Είμαι γι’ αυτούς μια αμαρτωλή».
Για τον Μπέιτμαν και τον Ριμ ο δρόμος της εξορίας δε σημαίνει μόνο απώλεια της οικογένειάς τους. Είναι στην ουσία απογαλακτισμός από μια κοσμοθεωρία. Μεγάλωσαν με παρωπίδες. Σε μια κοινωνία αποστειρωμένη και κλειστοφοβική. Δεν ξέρουν πώς να μιλήσουν σε κορίτσια. Δεν έχουν δει ποτέ τηλεόραση. Δεν έχουν διαβάσει εφημερίδες. Και ξαφνικά αντιλαμβάνονται ότι πέρα από τον άρρωστο μικρόκοσμό τους υπάρχει ένας κόσμος με απεριόριστες επιλογές. «Όταν το έσκασα ένιωθα σαν ένα παιδί σε παγωτατζίδικο», λέει ο Μπέιτμαν. «Ήταν εκπληκτικό πόσα πράγματα μπορούσα να κάνω. Ήμουν πλέον ελεύθερος».
Ο Μπέιτμαν έπαψε να πιστεύει στο Θεό. Μιλάει σπάνια με τους γονείς του -μόνο στο τηλέφωνο. Τον θεωρούν αποστάτη, αμαρτωλό, μια ψυχή καταδικασμένη. Ο ίδιος όμως δε φοβάται. «Ξέρω…» λέει «ότι δε θα πάω στην κόλαση…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου